Further tags

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική χρήση του λήμματος μαλάκας.

Εάν θεωρηθεί ως δεδομένο ότι υπάρχει μια ιεραρχία μαλακίας, αντίστοιχη με αυτή του στρατού, τότε ο ανθυπομαλάκας βρίσκεται χαμηλά στην ιεραρχία αυτή. Ο βαθμός του θα πρέπει να είναι αντίστοιχος με αυτή του ανθυπολοχαγού ή του ανθυποπλοίαρχου.

Επομένως, ο ανθυπομαλάκας είναι αυτός που έχει μπροστά του όλο το μέλλον και τις δυνατότητες να προβιβαστεί σε υπομαλάκα, μαλάκα, επιμαλάκα, ή και αρχιμαλάκα. Ακόμη όμως βρίσκεται αρκετά χαμηλά στην ιεραρχία και θα πρέπει να καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για την αναρρίχηση του συνεχίζοντας ακάθεκτος να μαλακίζεται.

Ως χαρακτηρισμός, δεν είναι σίγουρο αν είναι επιτιμητικός ή υποτιμητικός σε σχέση με τους άλλους τύπους μαλάκα («υπομαλάκας», «αρχιμαλάκας»). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γνωρίζουμε εκ των προτέρων εάν για τον χαρακτηρισμό λαμβάνεται υπόψη η ιεραρχία μαλακίας, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω.

Εάν ναι, τότε η μαλακία αντιμετωπίζεται σαν τα γαλόνια στη στρατιωτική ιεραρχία και έτσι ο αρχιμαλάκας είναι ο πιο μαλάκας απ' όλους τους κατωτέρους του. Επομένως ο ανθυπομαλάκας είναι ο λιγότερο μαλάκας.

Εάν όμως δε ληφθεί υπ' όψη η ιεραρχία μαλακίας, τότε ο όρος «ανθυπομαλάκας» φαίνεται να δηλώνει κάποιον πιο μαλάκα από τον απλό μαλάκα, γιατί με τη χρήση του όρου υπονοείται κάτι σαν μαλάκας limited edition.

  1. - Ρε δεκανέα, πάλι αγγαρεία;
    - Τα παράπονά σου στον ανθυπομαλάκα τον λοχία ρε ψάρι.

  2. - Τι μαλάκας είσαι ρε μαλάκα;
    - Μαλάκας είσαι συ ρε αρχιμαλάκα.
    - Εσύ είσαι μαλάκας ρε ανθυπομαλάκα.

  3. Και ο τελευταίος ανθυπομαλάκας γίνεται υπουργός στη μπανανία ρε. Γι' αυτό μας έχει πάρει η κάτω βόλτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιχριτζής ή τσιχριντζής: άλλος τύπος του τσικιρικιτζή.

- Κερνάς εσύ, έτσι;
- Πάλι εγώ ρε μάστορα; Όλο εγώ κερνάω.
- Έλα ρε, μη γίνεσαι τσιχριτζής τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από τον Homo australopithecus, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά.

- Δέκα φορές του το εξήγησες και τίποτα;
- Ναι ρε, αφού σου λέω είναι δίποδας το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θαμώνας οίκων ανοχής στις Κάτω Χώρες. Ο όρος οφείλεται στη γνωστή βιτρίνα των ολλανδικών μπουρδέλων.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα, τώρα που θα είμαστε Άμστερνταμ;
- Φύγε από 'δώ ρε βιτρινιάρη που θα πάμε στα μπουρδέλα, με τόσες μουνάρες Ολλανδέζες ολοτρίγυρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καράβλαχος, ο μπουρτζόβλαχος. Άτομο της υπαίθρου, με αστικές αξιώσεις (όχι με τη νομική έννοια).

Ο όρος προέρχεται από το τουρκ. Karacova < Karaca + ova (τοπωνύμιο).

- Για κόψε τον καρατζόβα, που μου θέλει και ακριβό γκομενάκι!
- Τι περίμενες, ρε μαλάκα. Άμα έχεις φράγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. τυρόλδος (2)

- Θα πάμε διακοπές με τον Ντίνο.
- Θα μείνετε σε διαφορετικά δωμάτια, φαντάζομαι. Ποιος τον αντέχει, τον τυρέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.

  2. Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).

- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified