Further tags

Συντομογραφία του καργιόλης και σλανγκιά νέας κοπής.

Το άκουσα από παρέα εφήβων η οποία «βαθμολογούσε» έναν καθηγητή τους. Το ότι έκανα 10 λεπτά να καταλάβω τι σήμαινε ο γιόλης, είναι ενδεικτικό της δεινοσαυροσύνης μου.

Γουγλίζοντας, βρήκα και άλλη μία αναφορά.

Ρε μαλάκα τα έχω πάρει με τον θρησκευτικό.
— Ποιόν ρε; αυτόν τον μαλάκα τον γιόλη;

Και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.

Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».

Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.

-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!

-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν είναι ο Έλληνας Θεός αλλά ένα του μπι κοντίνιουντ στην απέραντη θάλασσα των πουστολημμάτων.

Ωστόσο το λήμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδιότητα του αρχαίου Ολύμπιου θεού. Ο Ερμής είναι ο αγγελιοφόρος των θεών στην ελληνική μυθολογία. Έτσι ως ταχυδρόμος το πάει το γράμμα. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, πατέρας του Ερμή κατα τη μυθολογία είναι ο Δίας (πρβ. πούστη Δία).

Ακόμα και τα ρούχα του φανερώνουν τη διττή φύση του. Φοράει φτερωτά σανδάλια (κάτι αντίστοιχο με τις σερβιέτες με φτερά στην αρχαιότητα).

Σε αυτό το ριβιού δεν θα μπορούσε να λείπει το έμβλημα του Ερμή.
Ένα ΠΑΛΟΥΚΙ τυλιγμένο από ΔΥΟ... ναι ΔΥΟ φίδια (το αρμέγει το φίδι).

Παραθέτω την original στιχομυθία μεταξύ Ψινάκη και ενός γέροντα-χορευτή (σούργελο) μετά τον αποκλεισμό του από το Ελλάδα έχεις ταλέντο.

Γέροντας: Μπορώ να ρωτήσω κάτι τον Ψινάκη;
Ψινάκης: Για ρώτα...
Γερ.: Εσύ τί είσαι Ερμής;
Ψιν.: Τι Ερμής;
Γερ.: Ο ταχυδρόμος...
Ψιν.: Που το πάει το γράμμα και το φέρνει;;;
Γερ.: Ναι, λέγε είσαι;
Ψιν.: Ε ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ.

Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτα καλύτερο για να υποστηρίξω την εναλλακτική εκδοχή του Ερμή ως μαμιά. (από Hank, 22/06/09)(από Khan, 19/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις - σχήμα οξύμωρον. Ένας γαμημένος δεν μπορεί να είναι μαλάκας, ούτε ένας μαλάκας μπορεί να είναι γαμημένος. Όμως ο γαμημένος μαλάκας είναι μια υπερθετική βρισιά που τα χωράει και τα λέει όλα. Το υποκείμενο, δηλαδή, είναι και γαμημένος, και μαλάκας.

Κλασικά εικονογραφημένα: ο μπροστινός ταξιτζής πάει με 24 χλμ/ω, φλυαρεί με τους πελάτες του, φτάνει στο φανάρι, αψηφά το γεγονός ότι είναι πράσινο, έχει πιάσει και τις 2 λωρίδες, κοντοστέκεται στο περτικαλί και, πάνω που κοκκινίζει, περνάει, εννοείται -και συ έχεις μείνει στο κόκκινο γεμάτος απανωτά εγκεφαλικά, έλκη, καρκίνους, εμφράγματα. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι:
- Τι πο-λύ γαμημένος μαλάκας που είσαι ρε αρχιδομούρη, τημάναπουσεπέταξετοκέρατόμουμέσα, γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του εκεί που ξέρεις. Για όσους δεν κατάλαβαν, στην κωλοτρυπίδα. Βέβαια, η έκφραση είναι πεπαλαιωμένη, γιατί εκεί που δεν πιάνει ήλιος, πιάνει ψωλάριουμ.

Παρ' τα λεφτά σου και βάλ' τα εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Πεπαλαιωμένη έκφραση (από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθής παρέα αποτελούμενη από 3-6 κοπέλες ή αγοράκια με κοινό χαρακτηρηστικό το ότι είναι μόγγολα.

Κοινώς μουχλοτσούτσουνοι σπυριάρηδες φυτούκλες με γυαλαμπούκες. Φοράν παπούτσια στράικ, καρό πουκάμισο και έχουν βγει ραντεβού με γυναίκα μόνο την νηπιαγωγό τους στα «μελισσάκια».

Βγαίνουν όλοι μαζί πάντα και το πέρασμα τους προκαλεί σχόλια στις καφετέριες. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παρέα αυτή και την αποτύπωση της διελεύσεως της από εμπορικό δρόμο.

Κόψε κίνηση περνάει η ΠΑΕ Μογγολιακός, είναι όλοι ένας κι ένας

η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Μογγολίας (μια χαρά) (από xalikoutis, 18/06/09)mongolian nomads rugby team - κόψτε φάτσες το προφάνουσλυ αγγλικό τεχνικό team (από xalikoutis, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλή και ατσούμπαλη γυναίκα της συνομοταξίας «ανεβείτε να φιλήσετε, κατεβείτε να γαμήσετε».

Εάν όμως είναι ψηλή και εύχαρις, τότε αποκαλείται λεβεντομούνα.

(Σκηνή ξεκατινάζ)

Λάουρα: - Ασταδγιάλα παλιαλόγα που σε είχα για φίλη! Ακόμα δεν κρύωσε το κουφάρι του Πέρι και συ ρίχτηκες στον Νώντα μου!

Λίλιαν: - Ουναμουχαθείς μωρή μουλάρα, σιγά τον βερμουδιάρη τον τουλομοτύρη !

(εν τω μεταξύ στις ακτές της Ναμίμπια ο Πέρι βλέπει μια σκιά ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, ο τρομπαδούρος.

Αυτός που μινάρει (που μαλακίζεται δηλαδή) ασύστολα.

- Πάλι μαλακίες κάνει ο φίλος σου έ;
- Αφού ξέρεις τι μιναρίτας που είναι...

βλ. και μινάρας, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος ο κλασικός.

Είσαι μεγάλη ρουφιανοκαρτέλα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης που κουνιέται, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα, η κουνιότα, ο κουνενές. Εάν είναι τρεντόπουστας είναι κουνιστός με κουνιστό. Η απάντηση στην κατηγορία: Δεν κουνιέται πούστης!

Μεγαρεύς: - Πού πας ρε κουνενέ, ρε πισωλούρη;
Μετάφραση: - Πού πας ρε κουνιστέ, μωρή φολκσβάγκεν κλούβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified