Further tags

Και ο πούστης, ειδικά αν η λέξη ετυμολογηθεί από το κουνώ, οπότε σημαίνει τον κουνιστό, την κουνίστρα, ενώ αν συνδυαστούν οι δύο σημασίες, μπορεί να σημαίνει τον πούστη από κούνια.

Ασίστ: Μεγαρεύς νέοπας.

- Άντε μωρέ κουνενέ, μωρέ πισωλούρη, μωρή δεντρογαλιά!

- Από τα Μέγαρα είσαι, φίλε, και τον κράζεις έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O παθητικός ομοφυλόφιλος στο ιδίωμα των Μεγαρέων.

Ο όρος λουρί αναφέρεται στις ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Επομένως πισωλούρης είναι αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.

Το καημένο το παιδί... Πήγε στη Μύκονο ντούρος και γύρισε πισωλούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός ανήκει στο ιδίωμα των Μεγαρέων και περιγράφει τον παθητικό ομοφυλόφιλο.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα δύο συνθετικά: πίσω (όλοι καταλαβαίνουμε τη χρήση της λέξης) και την κουμπούρα, η οποία είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα όπλα της Επανάστασης με χαρακτηριστικό το μακρόστενο σχήμα που παραπέμπει στο ανδρικό μόριο.

Άλλα συνώνυμα που ανήκουν επίσης στο Μεγαρίτικο ιδίωμα: κωλοφύρης, κωλοβρέχτης, κουνενές, πισωλούρης.

Σε oriental club τη στιγμή που ανεβαίνει «άντρας» στο τραπέζι για χορό:

- Ρε συ κοίτα πως κουνιέται τούτος δω.
- Δεν τον βλέπεις τον πισωκούμπουρο; Κουνάει την αχλαδιά κανονικά...

(από kondr, 15/06/09)

Βλ. επίσης οπισθογεμής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλαράς που στη σφυράει στη μεγάλη περιοχή. Ξέρει καλή διαιτησία, ιδίως στο βόλεϊ δωματίου.

- Νάνση, ρε παιδί μου, πολύ ανεβασμένη σε βρίσκω.
- Χτες συνάντησα τον διαιτητή το Μήτσο, μου το άνοιξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος ασχέτης, ο άμπαλος που βαράει στο γάμο του Καραγκιόζη, ο άνθρωπος της τσόλας, που παίζει στην παιδική χαρά και το χάνει σε ελεύθερο τέρμα.

- Είδες τον Μιχάλη που έπαιζε χθες με τη Βέροια;
- Τι τσόλερμαν, ρε! Σε ελεύθερο και βάρεσε οριζόντιο δοκάρι. Προτιμώ τον Αμοκάτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός καθιερωθείς για άτομα με βαπτιστικό όνομα Στέφανος, οι οποίοι, είτε εξαιτίας αγαπης για το εθνικό μας φαγητο, όρα φασολάδα, είτε λόγω εξαιρετικώς παραγωγικού κωλαντέρου κλάνουν σε χρόνο χε σε. Τους ακολουθεί αχλύ, όχι λόγω μεγαλείου ή φήμης, αλλά λόγω οσμών.

- Με ποιόν βγήκες σήμερα;
- Με τον στέκλανο.
- Τυχερέ μια χαρά πέρασες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αποδιωκτική σε κάποιον, ένδειξη περιφρόνησης και μειωμένης προσωπικής αξίας για το πρόσωπο αυτό. Δηλωτική απογοήτευσης από το άτομο αυτό προσπάθεια εξοστρακισμού από την ζωή τού εκστομίζοντος αυτήν.

Καλά ρε, δεν ντρέπεσαι μου 'χεις κάνει τη ζωή πατίνι και ζητάς και τα ρέστα; Σάλτα και γαμήσου κ φέρε μου τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική έκφραση για κάποιον δύσμορφο σωματικά που έχει ετερότητα φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Μεταφορικά, ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον για να τον υποτιμήσουμε. Πλάγια ύβρις για να αποφευχθεί η βλασφημία εναντίον της μητέρας του.

Φύγε ρε από δω, που θες και πουκαμισάκι αρμάνι, σαν παιδί από παρτούζα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας, γκαβάδι, γκαβή, γκάβακος.

Ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα: ο μισότυφλος, όχι ο κανονικός τυφλός, αλλά αυτός που βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση, φυσική ή αισθηματική. Στη προσπάθειά του να αναλύσει την κατάσταση (σαν καινούργια που είναι) και να μπλενταριστεί σε αυτήν, δεν βλέπει ή δεν παρατηρεί κάποια προφανή σε άλλους -που έχουν περισσότερο χρόνο σε αυτή την κατάσταση- πράγματα ή αισθήματα.

Το προφανές σε αυτά τα νέα πράγματα ή συναισθήματα, σε αντιδιαστολή με την δυσκολία του νέου να τα δει και να τα αφομοιώσει, δίνει αφορμή στους έχοντας συνηθίσει την νέα αυτή κατάσταση να αναφωνήσουν: «καλά ρε γκάβακα, δεν το βλέπεις, μπροστά σου είναι!».

(το Ν στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος = ο οδηγός είναι Νικολάκης ή η Νικολέτα)
Ήχος από λάστιχα που φρενάρουν και παραλίγο τρακάρισμα.

- Καλά ρε γκαβονικολάκη, δεν το είδες το ρημάδι το στοπ; Θέλεις να μας κλείσεις το σπίτι;
- Τι να δω ρε φίλε, το έχουν βάψει με γκραφίτι!
(μονολογώντας και με πρώτη ξεκινά, «τι να του πω τώρα του γκάβακα το σχήμα στον στύλο δεν το κατάλαβε;»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μικρές διανοητικές ικανότητες, αυτός που είναι αλλού και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.

Κάτι συνδυαστικό του γκαγκά και του ούφο.

Παραπέμπει ηχητικά στο καμάρι της Σοβιετίας, τον άνθρωπο που πρώτος «κολύμπησε» στο διάστημα το 1961, τον Γιούρι Γκαγκάριν.

Καλά ρε γκαγκάριν, δεν το ήξερες ότι στην έξοδο του τρίτου τούνελ προς Κόρινθο έχει σχεδόν μόνιμα τροχομπάτσους; Εκεί βρήκες να πηγαίνεις μαλλιοκούβαρα;

Yuri Gagarin (από baznr, 11/06/09)Ελένη γκαγκάριν (από baznr, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified