Further tags

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απαίσια (ψυχή τε και σώματι) γυναίκα.

Ήταν μια μαλακισμένη στο ταμείο της εφορίας, περιμέναμε είκοσι άτομα ουρά, και αυτή έβαφε τα νύχια της, η σκρόφα...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γαμώ το καντήλι σου (χείριστη βρισιά).

  2. Σώθηκε το καντήλι του = τελειώνουν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καράπουτάνα: πιο πουτάνα και από τις πουτάνες (ο διπλός τονισμός της λέξης συνηθίζεται).
Καράπουταναριό: σόι γεμάτο καραπουτάνες (ή αλλιώς ακόμη πιο μεγενθυμένο: καράπουτανάρες).

- Ήμαρτον Χριστούλη μου! τί να περιμένει κανείς από το καράπουταναριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.

Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια γυναίκα χάλια μαύρα.

Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρε προέρχεται από το ο μωρός / η μωρή / το μωρό.
Η κλητική του μωρός είναι μωρέ και για συντομία ρε.

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που είναι ανόητος και απερίσκεπτος. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και το μωρό (ως ανόητο λόγω ηλικίας).

Συνοδεύεται από επίθετο (ρε ηλίθιε) ή από mini υβριστικές λέξεις όπως παπάρα, μαλάκα, πούστη.

  1. Ρε παράλυτε πώς είσαι έτσι; Σα μπάλα με πόδια είσαι με αυτή τη φόρμα! Άντε άλλαξε!

  2. Ρε μαλάκαααα, προχώρα να ξεκολλήσουμε! Έχουμε πήξει δύο ώρες στην κίνηση!

Δες και ρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παρόμοια με τα γνωστά μαλακαντρέας, μαλακοτρίφτης, μαλακοπίτουρας, μαλακοπέρδουλας κ.α.

Βασικά σημαίνει μαλάκας. Το δεύτερο συνθετικό, όμως (-πρόξενος) εισάγει και μια λεπτότερη νοηματική απόχρωση υποδηλώνοντας ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας κάπως την έχει δει - λίγο μουράτος, λίγο αφ' υψηλού ενώ στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι ψηλό-καπέλο-και-ξυπόλητος.

Πέραν όλων τούτων είναι και η τέλεια λέξη για να χαρακτηρίσει κάποιον πρόξενο -και, ευρύτερα, κάθε διπλωματικό υπάλληλο- ο οποίος συμβαίνει να είναι και μαλάκας. Χρησιμότατη για όσους έχουν πάρε δώσε με το διπλωματικό σώμα.

- Ναι, ήταν και ο κύριος μαλακοπρόξενος, ο Κωλομερόπουλος, ο οποίος, ως συνήθως, μας τα ζάλισε: «όταν ζούσαμε στην Ελβετία» και «η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει το κολλέγιο είναι ασύγκριτη» και άλλες τέτοιες πίπες... Ρε, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified