Further tags

Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!

- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.

- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος και σκατόψυχος μαζί.

- Άντε ρε το μουλάρι, που του δίνετε και σημασία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τιποτένια γυναίκα, το τσόλι.

- Σπουδαίο γάμο έκανε ο βλάκας, πήγε και πήρε το τσολγκί το δαχτυλοδειχτούμενο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεφτιλισμένος.

Κουρέλες, νομίζετε πως ήρθατε δω να μας μάθετε γράμματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραμπούκος ονομάζεται βλάχικα ο μαλάκας.

- Ρε τι τραμπούκος ειν' αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρόπετσος και συνάμα βλαξ. Συνώνυμα: παχύδερμο, βόδι.

Εμπιστεύτηκαν να τους κάνει τη δουλειά. Τί ξέρει αυτός καλέ, το μπόβο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο χοντρόπετσος, αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτα ο κόσμος να καίγεται. Λέγεται το ίδιο για άντρες και γυναίκες.

συνώνυμο: το μπόβο

Εσύ, ένας αισθηματίας είσαι βρε παιδί μου. Τί δουλειά είχες μ' αυτό το παχύδερμο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό τέρας με κορμί γυναίκας από τη μέση και πάνω και ερπετού από τη μέση και κάτω.

Η Λάμια, μητέρα της Σκύλλας, έτρωγε παιδιά και έπινε το αίμα των ανδρών, κάτι σαν θηλυκό βαμπίρ ένα πράμα. Εικάζεται δε ότι οι σεξουαλικές της ορέξεις ήταν κομματάκι ρισκέ για την εποχή, μιλάμε τώρα και κάτι χιλιάδες χρόνια πίσω, μη βλέπεις τώρα...

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άσχημη πλην όμως σεξουαλικά αχόρταγη γυναίκα, το οποίο ως συνδυασμός σκοτώνει. Συντάσσεται συνήθως με το "ουστ" ή με το "μωρή".

Προσοχή: να μη συγχέεται με τη Λαμία, διότι εκτός του ότι δεν έχει αποδειχθεί κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο, το είδος ευδοκιμεί παντού λέμε και άρα κανείς δεν είναι ασφαλής.

- Έλα δω γλυκό μου να σου πω δυό λογάκια.
- Ουστ μωρή λάμια, που να σου πει ο παπάς στ' αυτί.

(από acg, 18/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified