Further tags

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.

Προέλευση του όρου:

Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.

Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.

- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!

(από protnet, 20/09/10)(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Ο χαρακτηρισμός έχει αρχαιοελληνική προέλευση και δεν αναφέρεται στο κούνημα του δέντρου συκιά (ποιο κούνημα αλήθεια;) όπως λένε πολλοί αλλά στο ότι ο πρωκτός του πούστη, από κάποια στιγμή και μετά, μοιάζει με σύκο.

Ο Borneman («Η πατριαρχία», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2001), ανάμεσα στα άπειρα επίθετα που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους παραθέτει ως ιδιαίτερα συχνές και τις λέξεις συκέα, συκῆ και συκιδαφόρος (αυτός που έχει σύκωση, δηλαδή αιμορροΐδες)

...εἰ δὲ μή, κωμῳδία φαίνεται, οἷον ποιεῖ Κλεοφῶν: ὁμοίως γὰρ ἔνια ἔλεγε καὶ εἰ εἴπειεν [ἂν] “πότνια συκῆ”. Αριστοτέλης Ρητορική 3.7

Μετάφραση: ...αλλιώς, το πράγμα γίνεται κωμωδία, όπως στην ποίηση του Κλεοφώνος, που (αναφερόμενος στον Ισοκράτη) χρησιμοποίησε υπονοούμενα όπως το «κυρία συκιά».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο μαλάκας.

Για δες έναν χαβιόλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι για τον πούτσο καβάλα.

Χρησιμοποιείται για άτομα αρσενικού γένους με απεριόριστη βλακεία και που προχωρούν με το πουλί στο χέρι, όπως και για άτομα θηλυκού γένους τα οποία δεν βλέπονται (κοινώς μπάζα) ή που αδυνατούν στο να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό (για οποιοδήποτε λόγο).

- Πωω, ρε, τι κατίνα αυτή η καινούρια. Ακόμα δεν ήρθε και τους έκανε όλους άνω κάτω...
- Άσε, είναι για τον πι κάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για νέο άντρα ο οποίος επιδίδεται σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ηλικιωμένες έναντι αμοιβής. Ο ζιγκολαβιές, αν και πανελλήνιο φαινόμενο, απαντάται κυρίως σε περιοχές των βορείων και νοτίων προαστίων των Αθηνών. Η Μέκκα των ζιγκολαβιέδων είναι όμως το Κολωνάκι.

Συνώνυμα: ζιγκόλι

- Ρε φίλε, πήρε χθες το μάτι μου τον Άκη μέσα σε ένα κάμπριο μ' ένα γριόνι!
- Αφού ρε ο τύπος είναι γνωστός ζιγκολαβιές, τώρα το κατάλαβες;

Ζιγκολαβιές Αμερικάνικης βερσιόν (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά των λέξεων: Για Τον Πούτσο Καβάλα.

Χρησιμοποιείται κυρίως απο μαγκάκια που είναι, ή πρόσφατα διετέλεσαν, φαντάροι για να εκφράσουν τηλεγραφικά την αποδοκιμασία ή/και απόρριψή τους προς κάποιο άτομο ή κατάσταση. Προσδίδει αέρα «αφ' υψηλού» σε αυτόν που το εκφράζει και αντίστοιχα «κλειστής κάστας» σε αυτούς που τον καταλαβαίνουν (και συμφωνούν, εννοείται).

Σε περίπτωση ανάγκης έμφασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το ΓΤΠΚ-Μ (γου-του-που-κου-μου) που βασικά σημαίνει: για τον πούτσο μου καβάλα, και δίνει μια πιο «προσωπική» και άμεση διάσταση στο όλο θέμα.

- Πήγα στο καψιμί να πάρω τσιγάρα και περίμενα μισή ώρα, δικέ μου. Καλά, μιλάμε και για πολύ ΓΤΠΚ ο καινούργιος καψιμιτζής. Πώς τα βρήκενε με τον Δίκα και του έδωσε το ΚΨΜ άνεξήγητο. Αλλά και ο Δίκας, μεγάλος μαλάκας, δικέ μου... - ΓΤΠΚ-Μ και οι δύο τους, σειρούλα, σε 13 μερούλες απολελέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τo φιστίκι είναι σίγουρα το πιο σλανγκοτραγουδισμένο ξηροκάρπιο στον ντουνιά.

Σημαίνει ταυτόχρονα μικρός και μεγάλος πέοντας, γαμήσι, αρχίδι, τάπα στο μπάσκετ, σύνδεση καλωδίων, και ταλιμπάν. Στην φίλη γείτονα, fistik αποκαλείται το αμαρτωλό με κορμί-κόλαση, αυτό που σε ανασταίνει για να σε στείλει στον τάφο μιαν ώρα αρχύτερα.

Στον κατάλογο αυτό ας προστεθεί, χάριν πληρότητας, και το παιδί-φιστίκι. Πρόκειται για τον τραγικό, ανίατο και αποχαυνωμένο από την μαλακία βλάκα, αυτόν του οποίου και η ίδια η φυσιογνωμία προδίδει κλινικά συμπτώματα ιδιωτείας.

Βλ. επίσης παιδί-κουμπί, παιδί-βιολί, παιδί-μπουζούκι, κουφέτο.

- Είναι τόσο παιδί-φυστίκι που όταν πρωτοαντίκρισε τον ομφάλιο λώρο του μωρού της είπε «μα εγώ το ήθελα ασύρματο»…

- Το πολύ το τίκι τίκι κάνει το παιδί φυστίκι.
(εδώ).

σχετικά με το "φι-" ή "φυ-" (από ironick, 02/09/10)Fish Sticks Rap (από GATZMAN, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τις βρισιές: σχηματίζεται από τις βωμολοχίες και τα βρωμόλογα, έτσι για να δώσει περισσότερη ένταση στο μπινελίκι. Ενίοτε υπονοούν τη σεξουαλική απόχρωση που μπορεί να έχουν τα βρωμόλογα (βλ. παράδειγμα)...

  1. (τις ευχαριστίες για την ασίστ στον φίλο μου Νίκο!)
    - [...] και την βάζω στα τέσσερα και μου αρχίζει τα «σκίσε με καύλαρε» και κάτι τέτοια... Ε μου γυρνάει το μάτι και την αρχίζω σε κάτι βωμόλοχα και κωλοσκάμπιλα που έγινε κόλαση!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο, τόσο περισσότερες λέξεις υπάρχουν για να προσδιορίσουν τις πτυχές του. Για παράδειγμα οι Εσκιμώοι λέγεται ότι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό.

Επειδή το ποσοστό των βλακών στη δική μας κοινωνία είναι μεγάλο (1 στους 4 ή 25% αν προτιμάτε), ο ζευζέκης είναι μια από τις πολλές λέξεις που υπάρχουν για να αποτυπώσουν τον βλάκα.

Συνώνυμα: χάχας, μάπας, πανίβλακας, σαχλαμάρας, αφελής, χάπατο, κεφάλας, φιόγκος κ.λ.π

Αντώνυμα : έξυπνος, ευφυής , τέρας, διάνοια, τζίνιους κ.λ.π

-Έχεις καθόλου νέα από τον Κώστα;
-Ναι, λέει, ένας άπορος τις προάλλες τον απείλησε με ένα πλαστικό μαχαίρι και ζήτησε τα λεφτά του.
-Και αυτός τι έκανε;
-Τα έδωσε και άρχισε να φωνάζει «βοήθεια».
-Ααα, τον ζευζέκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified