Further tags

Μπιρμπίλας είναι επώνυμο το οποίο χρησιμοποιείται από την νεολαία τον τελευταίο καιρό. Συνώνυμο του μαλάκας και βλάκας.

- Έλα ρε μπιρμπίλα, τι λέει;
- Καλά ρε μπιρμπίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο light εκδοχή της λέξης αρχίδια, χρησιμοποιείται συνήθως από γηραιότερους για να αναφερθούν στο γράψιμο σε αυτά.

- Λευτεράκη πότισες τα φυτά;
- Όχι.
- Πάλι με έγραψες στα μπελερίνια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεκαπέντε + Βρωμερός + Πούστης

Αυτός που είναι πολύ «πούστης», μεγάλο λαμόγιο, τσάτσος.

- Είσαι ένας ελεεινός δεκαπενταβρωμόπουστας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Το ταμτιριρί της μάνας σου», στην αρουμάνικη σλανγκ.

Ένας πιο εύσχημος τρόπος να βρίσεις σκαιότατα κάποιον και να εκτονωθείς, χωρίς να γίνεις αντιληπτός, π.χ. εάν ο συνομιλητής είναι γκρέκος, αρβανίτης για αούτος.

Εάν έπεσες βέβαια σε αρμάνο, τον ήπιες.

  1. (περίπτωση αστειάτορα)
    - Ρizza li mana έχετε;
    - Εχμ, ό,τι έχει ο κατάλογος, ζαμπόν-τυρί, απ΄όλα...
    - (χοχοχο)

  2. (Περίπτωση τσαντίλας)
    - Θα μας φέρετε και μία βεβαίωση ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας...
    - Καλά, χθες που σας πήρα τηλέφωνο, γιατί δεν μου το είπατε;
    - Μα δεν μιλήσατε μαζί μου, μήπως σας εξυπηρέτησε ο κ. Σκορδομπούτσογλου;
    - Αέι pizza li mana και σεις τώρα…
    - Πώς είπατε;
    - Τίποτε, τίποτε, κάτι άλλο θα χρειαστώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη, δημοφιλής μορφή του άι γαμήσου (άντε και γαμήσου, σάλτ(σ)α και γαμήσου κ.τ.ό.), θα μπορούσε και να θεωρηθεί υποκοριστικό του λόγω γραμματικής μορφής, ή, πιθανέστερα, αποτελεί συντόμευση του άι στα γαμίδια. Σε σχέση με το άι γαμήσου που είναι πιο σοβαρό, πιο δηλωσάρα, το άι γαμίδια δείχνει μάλλον πιο πολύ έναν συνδυασμό αγανάκτησης και περιφρόνησης προς ον απευθύνεται («οὐ φρονήματι μόνον ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι», όπως γράφει ο Θουκυδίδης). Ένα πράμα σαν να στέλνουμε κάποιον να κάνει παρέα στον τόπο όπου έχουν εξοβελιστεί τα πάσης φύσεως γαμίδια, πράγματα τε και πρόσωπα.

Επίσης: α γαμίδια, άντε γαμίδια, άντε και γαμίδια, άι γαμίδια και σιχτίρια.

  1. Άι γαμίδια γκιόσες (ναι, κι εσένα που το διαβάζεις και κάνεις το ίδιο!) Κομμένα ρε τα «Σειρά σου τώρα»! Την επόμενη φορά που θα δείτε μια μη-μάνα θα το βουλώσετε και θα σεβαστείτε το ότι δεν έχει παιδιά όπως κι εμείς πρέπει να τρώμε στην μάπα και να σεβόμαστε εσάς. Καπίσι ωρέ; Και τώρα την κάνω γιατί δεν θα προλάβω το παιχνιδάδικο και θέλω να πάρω έναν Γουίνι δε που με τον τίγρη που μου γυάλισαν :D ακούτε:. (Δώθε)

  2. Πραγματικά θα ήθελα να μου πει κάποιος πώς θα έλεγε ένας Αγγλάρας το «άι στα γαμίδια, μωρή παλιολουγκρίτσα…». Εδώ σας θέλω. Γιατί έτσι αποκαλεί ένας ντόπιος στη Ρόδο τον Άγγλο που κατεβάζει τα βρακιά του τον Αύγουστο στο Φαληράκι. Και εκείνος τον κοιτάει αποβλακωμένος λες και είναι από άλλον πλανήτη. Και εκεί που προσπαθεί ο Αγγλάρας να συνέλθει από τα γαμοσταυρίδια, τρώει και μια γεμάτη μούτζα και ξαναζαλίζεται.
    (Κείθε).

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε!

Σημαίνει την απαξίωσή μας προς κάποιον, ή τα λεγόμενά του, είτε προσωπικώς, είτε δια μέσου αυτού, προς τρίτον, ... Στην κυριολεξία, υποδεικνύει σε κάποιον να ασχοληθεί με την διούρηση επί των κάτω άκρων του, ήτοι να κατουρήσει τα πόδια του, πράγμα εύκολο δηλαδή αν δεν του είναι κάγκελο, διότι εν μαρασμώ (μαρασμένη), αν κατουρήσει, σίγουρα τα πόδια θα κατουρήσει -έκφραση υποδηλώνουσα και τον διαρκώς εν μαρασμώ ευρισκόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση από την προτεινόμενη (π.χ. λέω να πάω από Χαλκούτσι, το βραδάκι...
Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε, στο Χαλκούτσι βραδιάτικα...)

Συχνά αντικαθίσταται και από την συνώνυμη έκφραση:
«Άντε φτύσ' τα μπούτια σου ρε» , υποδηλώνουσα και πάλι την πλήρη απαξίωση προς τον καθ’ ού αυτή απευθύνεται!

Με εκτίμηση
Ωρωπιώτης

  1. Ο Σήφης ντελμπεντέρης;
    Άντε κατούρα τα πόδια σου ρε!

  2. - Άμα κατέβω από το αυτοκίνητο, θα γίνει μεγάλος σαματάς!
    - Σαματάς; Φτύσ’ τα μπούτια σου μωρή παλιοτσουτσουνοτσακίστρα!, που θα κάμεις σαματά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Είναι αυτός που έχει μεγάλα ή/και πεταχτά αυτιά. Είναι υποτίθεται τόσο μεγάλα που γυαλίζουν με το φως του ήλιου.

Ο Αριστείδης Χαιρέτης είναι από τους γνωστότερους Ανωγειανούς μαντιναδολόγους και έχει το παρατσούκλι Γυαλάφτης.

  1. Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
    ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους
    Αριστείδης Χαιρέτης

  2. Θώριε μωρέ εκειά ένα γυαλάφτη... αυτός μπορεί να πιάνει και nova έτσα που είναι σαν δορυφόρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από την έκφραση below zero που στα αγγλικά σημαίνει «υπό το μηδέν».

Αναφέρεται στο βαθμό IQ ενός παντελώς ηλίθιου ατόμου.

- Δεν θα πιστέψεις τι μαλακία πήγε και έκανε πάλι χθες ο Γιώργος!
- Σιγά το νέο ρε, αφού είναι μπιλοζήρης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χαζού. Συνώνυμο του βλίτο, αλλά «εξευρωπαϊσμένη» μορφή. Εν αντιθέσει επίσης με το βλίτο, το γκαζόν δεν είναι ήπιος ορισμός και συνήθως λέγεται αρκετά υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει νεαρής ηλικίας και βορείων προαστίων βλήμα.

Απρόσωπο, δηλώνει πολύ χαμηλό νοητικό επίπεδο.

  1. - Να πω της Μαρίας να έρθει μαζί μας το απόγευμα;
    - Όχι σε παρακαλώ! Η τύπισσα είναι σκέτο γκαζόν, δεν σκαμπάζει γρυ!

  2. ... Ελεος πια καποια στιγμή θα πρέπει να διαβάσεις και μια άλλη εφημερίδα ή εντυπο εκτός από την Τραφικ και το Αβάντι. Βεβαια επειδή το επίπεδο είναι γκαζόν, είμαι σίγουρος πως θα συνεχίσεις με Εσπρέσο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified