Η ηρωίνη ή αλλιώς πρέζα ή άσπρη.
Βλ. και ζαμπόν.
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.
- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα, ηρωίνη. Προκύπτει μάλλον από το:
πρέ-ζα -> ζα -> ζα-μπόν
Έφερε καλό ζαμπόν και γίναμε καλά...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό junkie, που σημαίνει ο εθισμένος στα ναρκωτικά και δη στην ηρωίνη. Ο πρεζάκιας.
-Μα που έχει χαθεί ο Νίκος, έχω καιρό να τον δω. –Άστα, έχει μπλέξει με κάτι τζάνκια και θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα φοβάμαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ' τη μέση.
«Αγόρι μου, έχεις δει ποτέ να χτυπάνε ψάκι; Εγώ είδα κάποτε τον Κουτσοπόδαρο όταν τ' άρπαξε στο Φίλλυ. Είχαμε μοντάρει στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη που βλέπεις από πίσω, σαν εκείνους στα μπουρδέλα και ταρίφα ένα διπλόμουντζο για να τον πάρουν μάτι. Απ' το μπράτσο τη βελόνα δεν την έβγαλε ποτέ.»
William Burroughs - Γυμνό Γεύμα
Got a better definition? Add it!
Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.
- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).
Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;
Got a better definition? Add it!
Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.
- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!
Got a better definition? Add it!
Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.
Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!