Further tags

Στους αγώνες δρόμου, όταν φτάνουν να κόψουν το νήμα και οι δύο αθλητές ταυτόχρονα, αυτός που έχει το μεγαλύτερο στήθος το κόβει πρώτος άσχετα εάν είναι στην γραμμή τερματισμού μαζί. Τώρα λέγεται για τις βυζούδες και σιλικονούχες που κερδίζουν τις εντυπώσεις με διαφορά στήθους, νικάνε χάρη στο βυζογραφικό τους κι όχι το βιογραφικό.

Πηγή: Αυτοκτονημένος, Hank.

Η Μενεγάκη κέρδιζε στα πρωινάδικα με διαφορά στήθους!

(από patsis, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εικόνα από τον στίβο και τα αγωνίσματα δρόμου, όπου ένας αθλητής που προπορεύεται, νιώθει στον σβέρκο την καυτή ανάσα τού αθλητή που είναι λίγο πίσω του κι ετοιμάζεται να τον προσπεράσει. Είναι μια ατάκα που την έλεγε πάρα πάρα πολύ η Σχολή αθλητικών δημοσιογράφων κυρίως παλιότερα, και την λέμε πλέον όταν κάποιος νιώθει να απειλείται από κάποιον άλλον που πάει να τον υπερκεράσει.

  2. Μπορεί να λεχθεί και για κάποιον που γαμεί κάποιον άλλο από πίσω.

  1. Η Αμερική νιώθει την καυτή ανάσα της Κίνας στον σβέρκο της.

Με 207 λήμματα το Ντέρτι είναι η καυτή ανάσα στον σβέρκο του άρχοντα acg.

  1. Ο Βάγγελας είναι η καυτή ανάσα στον σβέρκο του Πέρι.

(σ.ς.: Το 1 να μην συγχέεται με το 2).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρκος νίκης, κυρίως σε γήπεδα (άλλες περιπτώσεις παρακάτω).

Προέλευση: Αποτελεί παραφθορά του «Ζήτω, Ζήτω, Ζήτω».

Τρόπος χρήσης: Συνήθως εκφέρεται ως «ΖΝΤΟ, ΖΝΤΟ, ΖΝΤΟ!!!» (τρις) ή σε παραλλαγές όπως «ένα... δύο... τρία... ΖΝΤΟ!!!», «δέκα... εννέα... οκτώ... επτά... έξι... πέντε... τέσσερα... τρία... δύο... ένα, ΖΝΤΟ!!!». (τα κεφαλαία σκόπιμα γιατί προϋποτίθεται βροντερή φωνή, αλλιώς δεν είναι ζντο, φανερώνει χαμηλό ηθικό που δεν σηκώνεται με τίποτα και είναι ξεφτίλα)

Τα μέλη της ομάδας, πριν το παιγνίδι ή, μετά από διακοπή του παιγνιδιού πριν το ξαναξεκίνημα (βλ. τάιμ-άουτ), μαζεύονται σε κύκλο, ενώνουν τα χέρια τους στο κέντρο και φωνάζουν βροντερά και με λύσσα τον όρκο, ως εκδήλωση πίστης στην νίκη. Παράδειγμα 1.

Προκαλεί, από ό,τι φαίνεται, πνεύμα ομόνοιας και αλληλεγγύης, ανέβασμα του ηθικού, εκδήλωση συνοχής της ομάδας και εξασφάλιση της αγωνιστικότητάς της και σε κάποιες περιπτώσεις, την τρομάρα του αντιπάλου (λέμε τώρα, γιατί χεστήκανε οι αντίπαλοι, κι αυτοί το ίδιο κάνουνε).

Φαίνεται να έχει αντίστοιχα αποτελέσματα με άλλες γνωστές πολεμικές ιαχές όπως «γιούργιααα», «βουρρρ», «ντούύύ», «αέρααα», «πάρτε τους τα σώβρακααα» κ.λπ., . οι οποίες ως γνωστόν εμψυχώνουν την ομάδα, τον στρατό, τους κουκουλοφόρους κ.λπ.

Εμμέσως αντίστοιχη πρακτική, με παραπλήσια αποτελέσματα, είναι αυτή των ΜΑΤ που πριν μπουν στην μάχη βαράνε τα γκλομπς στις ασπίδες, δίνοντας έτσι κουράγιο ο ένας στον άλλο και φοβίζοντας τους εχθρούς (νιε νιε νιε νιενιε).

Ενίοτε αποτελεί γεγονός πίκρας για κάποιους. (Παράδειγμα 2)

Τέλος (για να εξαντλήσουμε το θέμα) να αναφερθεί ότι η λέξη «ζντο» όταν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τον παραπάνω ορισμό, αλλά απλά να αποτελεί μια άλλη προφορά της λέξης «στο». Εκφράσεις με αντίστοιχη προφορά: ζμπούτσαμ, ζμπρώγνωκλπ Παράδειγμα 3.


Ασίστ: paparas

Παράδειγμα 1 - το προφανές
Η ομάδα μαζεμένη τα χέρια ενωμένα με κάθε λέξη κοινούνται όλα μαζί πάνω κάτω:
-Έναααα... Δύοοο.... Τρίααα... ΖΝΤΟ!!!
(τα χέρια σηκώνονται όλα μαζί προς τα πάνω)

Παράδειγμα 2
-Αμάν ρε φίλε βαρέθηκα, υπήρχαν φέτος προπονήσεις που έκανα ζντο στην αρχή, διατάσεις και ζντο στο τέλος της προπόνησης. (πίκρα)
-Έλα ρε, αφού δεν σε έβαλαν να κουβαλάς και τα νερά, οκ...

Παράδειγμα 3
-Μπωρή Γκούλα, αβντός ο μπαλάκας, ντεν με γκάλεσε ζντο μπάρτυ ντου, ντί λες να βνταίει; -Ε, ρε μην μασάς αφού είναι μαλάκας το άτομο, δεν εκτιμάει

ΜΤΦ διαλόγου: -Μωρή Κούλα, αυτός ο μαλάκας δεν με κάλεσε στο πάρτυ του, τί λες να φταίει;
-Αφού μιλάς σαν καθυστερημένη ρε, μην κοιτάς που σε έχω φορτωθεί εγώ επειδή είσαι ξαδέρφη μου και δεν θέλω να τσακωθώ με την θεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγώνας- θρίλερ του Θρύλου, όπου ο Θρύλος κατορθώνει να κερδίσει/προκριθεί στο τσακ του τσακός, λ.χ. στα πέναλτι, ή με γκολ στις καθυστερήσεις, ή με winning-shot στο μπάσκετ κ.ο.κ.

Λεξιπλασία του χρήστη Vrastaman, την οποία κάνω clopy paste.

Πω πω τι θρύλερ ήταν αυτό χτες; Με τρίποντο του Τόμιτς από τα 9 μέτρα νίκησε στον πόντο ο Θρύλος κι ο Τζούροβιτς του Πανιωνίου να φωνάζει: «Άουτ ήτανε Τόμιτσου, άουτ»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άνθρωπος, στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν σημασία, τον υποτιμούν και του φέρονται περιφρονητικά.

  2. Κακό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.

  1. Η Εκκλησία είναι δύσκολο να γίνει κλωτσοσκούφι στα πόδια αυτών που έχουν έρθει για να ευτελίσουν τα πάντα σ΄ αυτόν τον τόπο. (Χριστόδουλος, 5/12/2006. Πηγή: http://ecclesianet.blogspot.com/2008/01/blog-post_3654.html)

  2. Δεν άξιζε τον κόπο το ντέρμπι, η μία ομάδα μόνο κλωτσοσκούφι ήξερε να παίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ελληνικό πρωταθλητισμό και δη στις Ολυμπιάδες. Μετά τον κλαυσίγελω για την ρόδα, τσάντα και κοπάνα του Κώστα Κεντέρη- Σταμάτη Γαρδέλη και της Κατερίνας Θάνου - Σοφίας Αλιμπέρτη, το 2004 από το Ολυμπιακό χωριό και το θρίλερ με το ατύχημα και το ΚΑΤ, όπου όντως είχαμε και ρόδα και κοπάνα, και ντόπα!

Γενικά, παίζεται ένα κρυφτούλι από πολλούς Έλληνες (και όχι μόνο) αθλητές από τους ελεγκτές, απλώς με τους Έλληνες αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί εδώ οι ολυμπιακές πρωτιές λειτουργούν ως εθνοστεντόν, λ.χ. με Χαλκιά ή με το τημ του Ιακώβου. Και όλοι (σχεδόν) οι φορείς συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των πολιτικών αρμοδίων χειρίζονται το θέμα με την ίδια ελαφρύτητα και χαβαλέ αλά Γαρδέλη και Αλιμπέρτη.

(Από βλόγιον, παραθέτω εν εκτάσει, λόγω ενδιαφέροντος):
Ρόδα, Ντόπα και Κοπάνα
Πέρα από όλα αυτά όμως ενδιαφέρον σε αυτούς τους ολυμπιακούς είχε η μερική αποκάλυψη της έκτασης του ντοπαρίσματος σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Λέω «σε επίπεδο πρωταθλητισμού» γιατί η ντόπα είναι τόσο διαδεδομένη σε όλες τις ηλικίες αθλουμένων, που αν ψάξει κανείς σοβαρά θα την βρει ακόμα και σε επίπεδο π.χ. τοπικών πρωταθλημάτων τένις εφήβων. Η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να πάρει έκταση, βέβαια, χωρίς να οδηγήσει σε κατάρρευση ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού - και βέβαια και του παγκόσμιου - αθλητισμού.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Προσωπικά δεν με πειράζει αν ο τάδε ή ο δείνα αθλητής ντοπάρεται. Με ενοχλεί η υποκρισία του να λέει ότι είναι καθαρός/η ενώ ντοπάρεται και να ομνύει στο Ολυμπιακό πνεύμα και στα «Ελληνικά ιδεώδη» ή σε κάτι εξίσου ασυνάρτητο. Το παραμύθι και το παραμύθιασμα με ενοχλεί. Και με ενοχλεί γιατί αν γινόταν δύο παράλληλοι Ολυμπιακοί οι μεν με καθαρούς και οι άλλοι με ντοπαρισμένους, οι δεύτεροι θα συγκέντρωναν το είδος του αρρωστημένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει η γενειοφόρος γυναίκα και το παιδί με τα τρία χέρια, αλλά ο κόσμος θα παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τους πρώτους, παρότι ο Ολυμπιονίκης στα 100 θα έκανε 10.10 και όχι 9.80. Γενικώς προτιμούσα τους Ολυμπιονίκες όταν δουλεύαν σε πραγματικές δουλειές και έκαναν αθλητισμό από μεράκι (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, οι δύο Έλληνες καταδύτες που πήραν το χρυσό).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της ντόπας ήταν πολιτική επιλογή συσχετισμένη με την προσπάθεια ανάληψης των Ολυμπιακών (τόσο το 96 όσο και το 04), η οποία οδήγησε σε ένα πρωτότυπο μοντέλο ντοπαρίσματος που συνδύαζε δημιουργικά την Ανατολικογερμανική κρατική παρέμβαση, με την Αμερικάνικου τύπου διαφημιστικής υποστήριξη.

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γκολ που μπαίνει στα πρώτα λεπτά του αγώνα, ενώ οι παίκτες έχουν μόλις βγει απ' τα αποδυτήρια. Σλανγκιστί μπορεί να σημαίνει:

  1. «Τρώω γκολ απ' τα αποδυτήρια», σημαίνει τρώω ήττα ευθύς εξαρχής χωρίς να προλάβω καν να αρχίσω μια διαδικασία, για την οποία είχα όρεξη. Οπότε σου κόβονται τα φτερά αμέσως και δεν είσαι σε διάθεση να συνεχίσεις.

  2. Η πρόωρη εκσπερμάτιση στο σεξ.

  1. Πάω, λοιπόν, στο μπαράκι που μου είχε πει η Λίλιαν να την περιμένω, μπαίνω φουριόζος με τον αέρα του νικητή, και τι βλέπω; Την Λίλιαν να σαλιαρίζει με τον Βάγγελα! «Όπα, φάγαμε γκολ απ' τα αποδυτήρια», σκέφτηκα...

  2. (Από το menhealth's.gr)
    Γκολ από τα Αποδυτήρια.
    Οσο κι αν βιάζεσαι να σκοράρεις, πρέπει να κάνεις υπομονή για να την κάνεις να νιώσει άνετα. Τα προκαταρτικά είναι το όπλο σου.

(από Khan, 17/11/11)(από Khan, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρούφα ή ρούφα το/τη. Είναι εκδικητικό επιφώνημα που φανερώνει τη χαρά του υποκειμένου για κάτι που έπαθε το αντικείμενο και του άξιζε. Χρησιμοποείται πολύ στα σπορ από φιλάθλους και παίχτες, καθώς και σε περιπτώσεις πολύ πετυχημένης τάπας.

1) Θα χάναμε παλιομαλάκα ε; Ρούφα την τριάρα τώρα. Πονάει, πονάει;

2) Γιώργος: Θα σε γαμήσω...
Θέμης: Καθώς θα μου γλείφεις την πλάτη...
Παρατηρητής: Ρούφα την (τάπα σου) Γιωργάκη και μην πεις κουβέντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθλημα που όποιος πάσχει από τουκανισμό βλέπει beach volley, ενώ όποιος είναι υγιής βλέπει bitch volley.

(Στην παραλία)
- Ήρθε εδώ χτες ο πατέρας σου κι έβλεπε Μπιτς Βόλει.
- Μπα; Ήταν εδώ ο πορνόγερος;

(Απ' την ταινία του Νίκου Περάκη «Ψυχραιμία, όλα παίζουν», όθεν και μερικές απ' τις φωτογραφίες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός για την κωλοφαρδία στο μπάσκετ. Και Σέρβοι και οι Κροάτες παίκτες είχαν τρομερή ψυχραιμία στο να βάζουν καλάθια στα τελευταία δευτερόλεπτα που έκριναν το παιχνίδι. Και μάλιστα τρίποντα. Ο όρος ξεκίνησε μάλλον για τον Μπάνε Πρέλεβιτς του ΠΑΟΚ, αλλά εξίσου φαρμακερός ήταν και ο Τόνι Κούκοτς. Ο όρος καθιερώθηκε και στον γραπτό λόγο, επειδή ήταν πιο ευπρεπής. Και επέζησε και μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, για να χαρακτηρίζει τους παίκτες όλων των εθνοτήτων της.

-Τι έγινε; Τον νικήσαμε τον ΠΑΟΚ;
-Θα τον νικούσαμε αλλά έπιασε πάλι τον Πρέλεβιτς η γιουγκοσλαβία του, ξεκωλώθηκε στα τρίποντα και χάσαμε!

(από Khan, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published