Further tags

Απιστεύτου.

-Ρε, ο Τάκης έπιασε γκόμενα;
-Τι λε ρε;
-Ναι ρε. Τον είδα στα Γκούντις με ένα νιμού όλα τα λεφτά.
-Unpisteftable. Βρήκε γκόμενα ο Τάκης. Κι εμείς πάλι μπουκάλα...

Και στα Ελληνικά: απιστεύταμπολ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό «Γάμησε τα»...

- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.

Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προκύπτει από εκ της αγγλικής λέξης fuck (φακ) που σημαίνει συνουσιάζομαι και της επίσης αγγλικής λέξης backup (μπακάπ), που σημαίνει εφεδρικός, λέξης που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ορολογία των Η/Υ, με την έννοια του αντιγράφου ασφαλείας των δεδομένων (π.χ. μεταφορά των αρχείων του σκληρού δίσκου σε DVDs, σε άλλον σκληρό δίσκο, στο σκληρό δίσκο ενός άλλου Η/Υ ενός δικτύου Η/Υ, κλπ).

Όταν λοιπόν οι δυο παραπάνω λέξεις (φακ και μπακάπ), παντρεύονται (εκκλησιαστί έσονται εις σάρκα μία), προκύπτει ο όρος φακ απ. Τι θέλει να πει ο Δροσίνης εδώ πέρα;

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε στο γεγονός πως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας bakup είναι: γάμησε τα στην κασέτα.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, π.χ: όταν συμβεί διακοπή ρεύματος, ή πτώση τάσης κατά τη διαδικασία (μ' αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των δεδομένων, ή ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε και να καταστραφεί κι ο σκληρός δίσκος που περιέχει τα πρωτότυπα αρχεία), όταν γίνεται η μεταφορά των αρχείων στο δίσκο προορισμού χωρίς να υπάρχει εκεί ο απαιτούμενος χώρος, όταν το σετ των πρωτότυπων αρχείων είναι μολυσμένο από ιό κλπ.

  1. – Που λές χθες πήγα να γράψω τα αρχεία του σκληρού μου δίσκου σε ένα DVD και τσουπ στην τηλεόραση εμφανίζεται ο Μητσοτάκουλας κάνοντας δηλώσεις για την οικονομική στύση και τσουπ πέφτει το ρεύμα, και τσουπ έρχεται το ρεύμα, και τσουπ, το back up είχε γίνει φακ απ, ενώ... ο εθνικός γκαντέμης συνέχιζε απτόητος να κάνει δηλώσεις.
    – Καλά άσ' τα αυτά. Τι είπε ο Μητσοτάκης; Αυτό μας καίει!
    – Ε... είσαι και ο... μαλάκας.
    – Εντάξει μωρέ. Μια τουκανιά έκανα για να γελάσουμε.
    Βάλε τη γαργαλιέρα στο maximum.

  2. Πέρι: Που λές Μιστόκλα, χθες πήγα να πάρω backup τα αρχεία του Η/Υ μου, σε ένα δίσκο, στο τοπικό μου δίκτυο. Βάζω να γίνει κόπι το πίτα, λέω στον αδελφό μου να προσέχει τη διαδικασία και φεύγω για να πάω σε ένα μπαράκι για να συναντήσω το Λίλιαν. Και αυτός μου τα 'κανε μούτι.
    Μιστόκλας: Γιατί;
    Πέρι: Παρακολουθούσε βλέπεις παράλληλα και Star channel. Κι όταν βγήκε η Πετρούλα να πει τον καιρό, αποσβολώθηκε. Κι όταν την άκουσε να λέει: «μόλις τελείωσα», ενστικτωδώς σταμάτησε κι αυτός το backup. Οπότε το βράδυ που γύρισα, δε βρήκα backup, φακ απ βρήκα. Ευτυχώς αυτό διορθώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΠΑΣΠίτης (ή γενικότερα το μέλος της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ) ο οποίος τυγχάνει φανατικός οπαδός του σημιτικού εκσυγχρονισμού, σε αντιδιαστολή με τον «προεδρικό» Πασπίτη - που πίνει νερό στ' όνομα του Ανδρέα και των (θεωρούμενων) επιγόνων του. Ο όρος έβγαζε νόημα (και είχε μεγάλες δόξες) όταν ο Σημίτης ήταν στην εξουσία, αλλά βέβαια ξέπεσε όταν ο εκσυγχρονισμός ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε από το επόμενο μεγαλόπνοο σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας (την περίφημη «επανίδρυση του κράτους»).

Η λέξη πρωτοειπώθηκε από τη Μαλβίνα Κάραλη και έπιασε αμέσως, διότι θεωρήθηκαν πετυχημένα τόσο το ταιριαστόν της κατάληξης - ιστήρι όσο και η (καθόλου τυχαία) ομοιοκαταληξία με το μαλακιστήρι.

  1. - Και εκεί που τους είχαμε ξεσηκώσει όλους στο αμφιθέατρο και θα παίρναμε την συνέλευση και θα πέρναγε η κατάληψη και θα γινόταν της πουτάνας...
    - Ναι;
    - Παίρνουν το λόγο τα δυο εκσυγχρονιστήρια της ΠΑΣΠ και τους παραμυθιάζουν ότι θα χάσουν το εξάμηνο, και κωλώνουν οι χέστες και χάνουμε την ψηφοφορία για μία ψήφο!
    - Όχι ρε πούστη.
    (Διάλογος θα μπορούσε να έχει γίνει οπουδήποτε κατά τη μεταρρύθμιση Αρσένη.)

  2. - Ο Γιωργάκης τα ξαναβρήκε με το Σημίτη!
    - Λες να επανεμφανιστούν τα εκσυγχρονιστήρια; Πλάκα θα 'χει!

(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επισκέπτομαι τη τουαλέτα για να κάνω το χοντρό μου.

Προσοχή, όμως, δε πρόκειται για απλή διεκπεραίωση της αφόδευσης, αλλά για ιεροτελεστία:

Περιλαμβάνει την ανάγνωση χεσύντροφων εντύπων, ή τη λύση σταυρολέξων (σε περίπτωση που δε διαθέτουμε κάτι από τα 2, μπορούμε να διαβάζουμε τις ετικέτες από σαμπουάν-απορρυπαντικά ή να μετράμε τα κουτάκια του μωσαϊκού).

Διαρκεί πάνω από 1 τέταρτο, υποχρεωτικά.

Δε σηκωνόμαστε από τη λεκάνη μόλις ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας, αλλά καθόμαστε να απολαύσουμε το αίσθημα της ξαλάφρωσης για κανένα 5 λεπτο ή, αν μελετάμε κάποιο βιβλίο, μέχρι να τελειώσουμε το τρέχον κεφάλαιο.

Στο τέλος παίρνουμε τον απαραίτητο μπιντέ μας για το καθαρισμό της επίμαχης περιοχής. (Μη ξεχάσετε το baby oil και το ταλκ).

Πριν μπείτε στη τουαλέτα για να αποχωρητιστείτε απενεργοποιείστε τα κινητά σας τηλέφωνα, γιατί κανένας δε πρέπει να διακόψει την απόλαυσή σας.

Τέλος, μη ξεχάσετε να επισημάνετε στους συμβίους σας ότι πρόκειται να επισκεφτείτε τη τουαλέτα για αποχωρητισμό διότι, λόγω της μακράς διάρκειας της διαδικασίας, μπορεί να προκαλέσετε μεγάλη αναμονή και σοβαρό παρεμποδισμό της ούρησής τους.

-Μπαμπά, μπαμπά, τελειώνεις;;; Θέλω να κάνω πιπί μου.
-Δε με νοιάζει παιδάκι μου, τώρα αποχωρητίζομαι. Στο έλεγα πριν να μπεις, τώρα καν΄τα πάνω σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν κλάνεις.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι, η οικονομική κρίση, λόγω του ότι, η παγκόσμια και ντόπια λαμογιοκρατίαεξηγεί επί καθημερινής βάσης το όνειροστην πλέμπα. Και δε μιλάμε για την τωρινή μουφαρισμένη κορύφωση της οικονομικής κρίσης, αλλά για τη μόνιμη οικονομική κρίση, που κρατάει χρόνια και ζαμάνια.

Εκεί που γίνεται αντιληπτή η οικονομική στύση είναι στην ανύψωση των τιμών και στο συνεπακόλουθο πανάκριβο κόστος ζωής, την ώρα που τα λαμόγια, απολαμβάνουν τις... πολυτέλειες λες και ζουν σε μια άλλη διάσταση.

Ενώ η πραγματική στύσηκρατάει οσο ο ερεθισμός, η οικονομική στύση έχει πάντα το φόρτε της, λες κι ο κόσμος λειτουργεί ως πουτσανάφτρα που διεγείρει μόνιμα την οικονομική αφαιμακτική ορθοπεϊκή ικανότητα των απανταχού οικονομικά ισχυρών (διεθνών και ντόπιων λαμογιών).

Να 'ναι καλά ο πρωκτυπουργός που είναι πειθήνιο όργανο τους και εκτελεί κατά γραμμα τις εντολές τους. Αυτός είναι ένα τίποτα μπροστά τους. Αυτός θα 'ρθει για δυο τρεις τετραετίες. Αυτοί είναι μια ζωή χωμένοι μέχρι τα μπούνια στη διαπλοκή.

Να 'ναι καλά οι επί των οικονομικών υπουργοί, που μαγειρεύουν κατάλληλα το θαλασσινό οικονομικό βιάγκρα για να 'ναι η οικονομική στύση μόνιμα, σε φάση ιντεραράπικαν.

Να 'ναι καλά άπαντες οι βολευτές, που πριν τις εκλογές το παίζουν καλοχαιρέτες και εμφανίζουν τις... διαφορές, ενώ στην ουσία, παίζουν σύμφωνα με το δόγμα: στη μάσα ενωμένοι, στον αγώνα χωριστά.

Να 'ναι καλά οι δημοσιοκάφροι, που παίζουν με μοναδική μαεστρία το παιχνίδι των λαμογιών και βοηθούν στην παραπληροφόρηση των μαζών (βλ. και λήμμα:παραθυρομουρμούρα). Θεωρητικά ταυτίζονται με τις ανησυχίες του κόσμου, ενώ στην πράξη δεν αγγίζονται από την οικονομική στύση, γιατί έχουν και γαμώ τα προφυλακτικά, ως πολύτιμοι συνεργάτες των αρχιερέων της διαπλοκής.

Να 'ναι καλά οι Αφελίμ που ξεχνάνε εύκολα την πικρή γεύση του πόθεν αίσχους
και ανεβοκατεβάζουν «σωτήρες» ανά τακτά διαστήματα, λες κι οι νέοι σωτήρες δεν ήταν οι αποτυχημένοι του παρελθόντος, που επανέρχονται στο σκηνικό ως μεταννοούσες Μαγδαληνές για να «φτιάξουν» τα πράγματα.

Να 'ναι καλά το παραεμπόριο των διαφόρων Λιακό, που «εξηγώντας» και «ερμηνεύοντας» τα πράγματα, δίνουν ματαχαρικές διαστάσεις στα πράγματα, χωρίς να προσφέρουν άμεσες λύσεις, παρά όνειρα θερινής νυκτός (π.χ.: ερχομός των Ε), με στόχο να κάνουν τη μπάζα τους, αποκοιμίζοντας τον κόσμο. Κι όσο οι Ε αργούν, τόσο καλύτερα για αυτούς.

  1. Έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι από την οικονομική στύση. Η ομάδα έκλεισε ένα χρόνο και το γιορτάζει! Μη φανταστείτε ότι θα μοιράσουμε δώρα και μαλακίες.. θα φάμε φασολάδα, ομελέτα και λουκάνικο Λαμίας(καυτερό) και θα κλάνουμε όλη μέρα. Είστε όλοι καλεσμένοι...
    Δες

  2. Παγκόσμια οικονομική στύση-Το μεγάλο κραχ: Διεθνής συμπαραγωγή με θέμα την ανικανότητα και τα ψυχολογικά προβλήματα. Έγκριτος πολιτικός (σπουδαίος στο ρόλο του ο G. Alogogoofy που μετά από την ταινία αυτή αποσύρθηκε στη μονή Βατοπεδίου) παίρνει το σερνικοβότανο για να ανακτήσει τη χαμένη του σεξουαλικότητα, αλλά το μόνο που μεγαλώνει είναι τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών. Η κοινωνία αντιδρά βάζοντάς τον να φάει όλες τις πιστωτικές κάρτες μιας πόλης με κέτσαπ. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες, ή και σε δυο θρησκείες. Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός». Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,

Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!

(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified