Further tags

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Moonstorm, καταιγίδα απο μουνιά. Το θέμα της λέξης μουνί (δηλαδή το μουν-) ταίριαξε με το αγγλικό moon + storm = moonstorm - μουνοκαταιγίδα

Πωπω ρε φίλε μου, έπεσα σε moonstorm, παντού μουνιά λέμε λέμε !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.

- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψιλή βροχή, λιγότερο και από το ψιλόβροχο...

- Μας φτύνουν;
- Όχι ρε... Ψιλοψιλοβρέχει of course!!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατά την αιματοχυσία): Το ξέρασμα.

- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπληκτικά, με γαλλική κατάληξη, άρα και προφορά: «καταπληκτικμάν». Χρειάζεται αδελφίστικη χροιά στη φωνή, και σπάσιμο του καρπού προς τα έξω.

- Πώς περάσατε;
- Καλέ καταπληκτικμάν, συζητάς τώρα...

βλ. και ανπιστεύαμπλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.

  1. - Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!

  2. - Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...

Στο 10.32. (από Khan, 21/04/14)

Δες και ψαγμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified