Further tags

Πρόκειται για την ετήσια ποσότητα αιδοιοφόρων που αλληλεπίδρασαν με την κάτω κεφαλή ενός ατόμου.

-στάνταρ, τσιμπούκ λουκούμ,πισωκολλητό κ.α.

Στελέχη του υπουργείου οικονομικών εξετάζουν τη θεσμοθέτηση του εν λόγω εισοδήματος στη φορολογική δήλωση.

- Και το κάτω κεφαλήν εισόδημα οκ;
- Γάμησέ τα, χειρότερα κι απ' το κανονικό....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα μόνος μου, δίνω τα ρέστα μου, σηκώνω την ομάδα στις πλάτες μου, ζωγραφίζω, κάνω παπάδες, είμαι μια ορχήστρα μόνος μου. Ενίοτε από ανάγκη γιατί κανείς συμπαίκτης μου δεν τραβάει (όλοι τρομπάρουν) και ενίοτε γιατί είμαι μερακλωμένος και γουστάρω. Σημειωτέον, όταν ο παίχτης σολάρει, όλοι κάθονται ανάμερα άουτ οφ ρισπέκτ και ενίοτε τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια. Α, τώρα που είπα παλαμάκια, ο πραγματικός σολίστας-μόρτης δεν τα σηκώνει γιατί -και καλά- νιώθει ότι τον μετατρέπουν σε σπετάκολο-περφόρμερ, ενώ αυτός την ώρα του σολάζ κάνει κατάθεση ψυχής.

  1. - Ευτυχώς που έχουμε τον καραφλό να σολάρει από τα δεξιά και ας είναι στα τριανταφεύγα του. Μεγάλη παιχτούρα σου λέω - αν είχε και κεφάλι θα έπαιζε στη Ρεάλ.
    - Σιγά το πάγκρεας που ξεθαρρεύτηκε με το τσικό που έχει απέναντι του. Αν ρίξουν πάνω του τον Σολάρι, θα πάψει να σολάρει.

  2. (σε μάθημα σολφέζ)
    - Όταν εγώ στο πιάνο, εσύ σολάρεις. Δυο, τρία, πάμε!

solaris (από allivegp, 15/05/09)Mount Solaro, Capri, Italy (από allivegp, 15/05/09)Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόχρωση του αυτοκινήτου (συνήθως τόνοι του γκρι, ασημί ή ποντικί) που έχει την ικανότητα να μη προδίδει τη σκόνη και την απλυσιά που χαρακτηρίζει (όχι μόνο τον κάτοχο αλλά και) το όχημα.

- Να ρε συ, έχω τα γιούρια για την πρώτη δόση μετά από 60 μήνες, διάλεξα και το μοντέλο, αλλά κωλύομαι στο χρώμα.
- Για να το σβαρνάς στα χωράφια δεν το θέλεις; Κοίταξε το χρώμα να σκων' σκον'.

σκων΄σκον΄ (από allivegp, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγνώμη / Μετά συγχωρήσεως / Συγχωρέστε με.

Προερχόμενο από το «excusez-moi» = «συγχωρέστε με».

- Κσκιουζεμουά μαντάμ, κάνετε λίγο πιο εκεί παρακαλώ για να καθίσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αριστερό» σερφάρισμα ή ποντίκωμα αποκαλείται ο on-line αυνανισμός, το να πλοηγείσαι δηλαδή στο διαδίκτυο με το αριστερό σου χέρι, καθώς το δεξί ψυχαγωγεί τον μπαργαλάτσο.

Πρόκειται για Ελληνική απόδοση των left-hand surfing και left-hand mousing.

Βαγγέλης: Γιο, πάμε για κανά μπυρόνι;

Πέρι: Έχω ραντεβού για αριστερό ποντίκωμα με το Kitty_Darling69 που γνώρισα στο πεηντάρ.gr

Βαγγέλης: Έχει πιξελιάσει το μουνί σου στο cyber-φραπέ, ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το τυπικό σπλάτερ Σαββατοκύριακο κατά το οποίο οι Ελληνικοί δρόμοι αλλάζουν χρώμα.

Σύμφωνα με εκθέσεις της Κομισιόν και της Eurostat, εδώ και χρόνια κατέχουμε Πανευρωπαϊκό ρεκόρ σε θανάτους από τροχαία. Το 2004, αγγίξαμε τους 178νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ το 2008 ξεπεράσαμε εαυτούς με 212θανάτους αντίστοιχα. Κατά την 35ετία 1965–2000 σκοτώθηκαν 75.000, δηλαδή 5.000 περισσότεροι από όσους απεδήμησαν εις Κύριον στους πολέμους των τελευταίων 100 ετών.

Σε αντίθεση δε με τους κουτόφραγκους, εμείς οι Ρωμιοί έχουμε έξαρση ατυχημάτων τα Σαβανοκύριακα, όταν στις υπόλοιπες χώρες, μειώνονται: το Σαββάτο γίνεται το 12% των ατυχημάτων έναντι του 4% στη Σουηδία και του 7% στην Ισπανία. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και την Κυριακή: έχουμε το 9,3% του συνόλου, έναντι μόλις του 1,7% στην Αυστρία.

Τις πταίει; Η κακή ποιότητα του οδικού δικτύου, η κακώς εννοούμενη παιδεία, η κυκλοφορία φορτηγών το Σαβανοκύριακο, τα διπλώματα οδήγησης που χορηγούνται με γρηγορόσημο, οι κάγκουρες, τα στροφιλίκια, το ότι δεν φοράμε ζώνες και περνάμε το κράνος στο μπράτσο, ο κακός μας ο καιρός και η λεβεντομαλακία που μας δέρνει...

Εκ του σαβάνου και της Κυριακής.

Ασίστ: Τζιμάκος Πανούσης

– Τι κάνεις το σαβανοκύριακο;
– Το Σαββάτο θα πάω στα εννιάμερα του Γιάννη και την Κυριακή θα επισκεφτώ τον αδελφό του στο Κ.Α.Τ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο αλλά και μεταβατικό (χιτλεριάζω κάποιον) που προέρχεται από το όνομα και τις «χάρες»του γνωστού αιμοσταγούς διχτάτορα.

Σημαίνει ότι τα παίρνω τόσο πολύ στο κρανίο με κάτι, με κάποιον ή με μένα που είμαι έτοιμος να τα κάνω όλα πουτάνα, λαμπόγυαλο να σαν μία εισβολή στην Πολωνία ή ένα ολοκαύτωμα.

Οι χρήστες αυτού του ρήματος δεν είναι κατ’ ανάγκη χρυσά αυγά, αλλά υπάρχει και η αριστερή της version : σταλινιάζομαι, σταλινιάζω.

  1. - Που ρε πούστη μου! Χιτλεριάζομαι μόνο και μόνο στην ιδέα ότι όχι μόνο πρέπει να πληρώσω διόδια αύριο για την καρμανιόλα Κορίνθου – Πάτρας, πρέπει να περιμένω σαν τον μαλάκα κανα μισάωρο στον ήλιο χωρίς αρκουδίσιον και να με δίνουν φυλλάδια οι χλεχλέδεςτων κομμάτων…

  2. Μαύρε απ’ την Σαχάρα Με την μακριά παπάρα Μην με χιτλεριάζεις Γιατί θα φας σφαλιάρα

(στίχοι από gay-nazi rock group.

To ίδιο με διασκευή του τελευταίου στίχου σε «γιατί θα σου στήσω και κωλάρα» εικάζεται ότι υπάρχει και στο άσμα Αφρικανός της Αυτής-που-μήνυσε-τον-Λαζόπουλο-θα-με-κλάσεις-τα-@@-είπε-ο-Λάκης).

Στο 2.30 περίπου. (από Hank, 23/05/09)ρε μπας και; (από BuBis, 25/05/09)αφιερωμένο στο xalikoutis! (από MXΣ, 27/11/12)Ημισκούμπρια και Κελαηδόνης - Νωρίς. Κάπου αναφέρει ότι "αν αργήσω θα Χιτλεριάζει ο εργοδότης ο Ναζί" (από spapakons, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσκεψη με σκοπό το συμφέρον.

Τι εντελώς απρόσκλητη πλασιεπίσκεψη είναι αυτή; Πάλι φράγκα θες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαχαρώνω γκόμενα, κάνω παιχνιδάκι με τα μάτια, εκπέμπω και λαμβάνω σεξουαλικά υπονοούμενα προς και από μια γυναίκα. Παίρνω μάτι και θαυμάζω χωρίς να αγγίζω.

Μάλλον αθηναϊκός ή νοτιοελλαδίτικος όρος, προς τα πάνω ο γράφων δεν τον έχει ακούσει.

- Θα τα ματιάξεις τα κορίτσια ρε! Τι τα κοιτάς τόση ώρα, να πάμε από εκεί;
- Νταξ ρε φίλε άμα γουστάρεις μέσα. Με ξέρεις, μ' αρέσει να καυλαντίζω τα μουνάκια όταν αράξω σε μαγαζί, έχει τη φάση του το παιχνίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα σε πράγμα, εδώ σε εραστή ή ερωμένη. Αντιπαραβάλλεται με την (ψιλή) κυριότητα σε σχέσεις επισήμου ζεύγους.

Δηλωτικό της χαλαρότερης σχέσης σε παράνομα ζευγάρια όπου παρατηρείται απουσία απαιτήσεων και πρωτεύοντα ρόλο έχει η ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται δε και λόγω του εφήμερου χαρακτήρα παρόμοιων σχέσεων, έτσι ο απατών με το πέρας της εφήμερης σχέσης γυρνάει στον/στην σύζυγο ή επίσημο σύντροφο.

Όπως η επικαρπία όταν εκλείψει ο επικαρπωτής επιστρέφει στον κύριο και ενώνεται με την ψιλή κυριότητα αυτού στο ενιαίο πλέον απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα.

Η νομική σχέση που συνδέει τον σύζυγο, την σύζυγο και τον εραστή της συζύγου σύμφωνα με τον Γαμικό Κώδικα:
Ο σύζυγος έχει την ψιλή κυριότητα και ο εραστής την επικαρπία επί της συζύγου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified