Further tags

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξαλλη και χαοτική κατάσταση, ή αλλιώς χαμός. Δεν έχει απαραίτητα αρνητική σημασία. Συνήθως προκύπτει σε περιστάσεις όπου καταναλώνεται αλκοόλ ή όταν γίνονται αποκαλύψεις και έντονες συζητήσεις.

Χτες ο Μήτσος με έπιασε στα πράσα με άλλον και έγινε το πέτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).

Γίναμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.

- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεθάω, γίνομαι ντίρλα. Πιο συνηθισμένα έχω σβερκώσει.

- Αρχίσαμε τα κεράσματα στο μπαράκι και μετά από 6-7 ποτά είχα σβερκώσει τελείως! Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα κι είδα το φως στο ταβάνι! Ξαναέκατσα αμέσως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διπλή σταγόνα σε καρτέλα με LSD για όσους δεν κλάνουν πια με την μια μόνο σταγόνα.

Ευγένιος: - Παίζει κάνα διπλοστάγονο ρε man; Γιατί ο έτσι μου 'ριξε τόγκα την τελευταία φορά και δεν άκουσα τίποτα..

Ηλίας: - Μαλάκα έριξα αφίσα διπλοστάγονη καρτέλα στο κούτελο την Παρασκευή στο party και συνήλθα την επόμενη μέρα. Δεν στο προτείνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλνω μια γκόμενα ή αλλιώς κερνάω το βελόνι. Δηλαδή τσουλάω το ασήμι, τρυπιέμαι, ρουφάω ζουζού.

ΛΕΛΟΣ: Άραγκον κοκαλεο και δε με πιάνει η αλκοόλη πλέον...
ΚΟΚΑΛΟΣ: Θα σου δώκω να τσουλήσεις πρώτο πράμα αδερφέ μου, λίρα εκατό σου λέω..
ΛΕΛΟΣ: Θα πονέσω;
KOKAΛΟΣ: Με το πρώτο σουτ θα σου φύγει ο ιδρώτας, εγγύηση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified