Κάνω μαλακία. Από την γνωστή πράξη, όπου η υπερβολή της κίνησης συμπεριφέρεται στο δέρμα του ανδρικού μορίου σαν να ήταν λάστιχο!
- Σού είπα ρε Μάκη να το χειριστείς με λεπτότητα το θέμα, αλλά εσύ έκανες το πετσί λάστιχο.
Κάνω μαλακία. Από την γνωστή πράξη, όπου η υπερβολή της κίνησης συμπεριφέρεται στο δέρμα του ανδρικού μορίου σαν να ήταν λάστιχο!
- Σού είπα ρε Μάκη να το χειριστείς με λεπτότητα το θέμα, αλλά εσύ έκανες το πετσί λάστιχο.
Got a better definition? Add it!
Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.
-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!
Got a better definition? Add it!
Διαλύω, χαλάω κάτι.
- Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
- Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!
Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!
Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.
(Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
- Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;
- Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
- Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!
Got a better definition? Add it!
Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...
- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...
Got a better definition? Add it!
Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.
- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.
(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εντυπωσιακό ηχητικά ρήμα το οποίο περιγράφει καταστάσεις όπου δύο άτομα περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω σχέσεις πηδιούνται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπονοεί συγκεκριμένον παρτενέρ με την έννοια του «πηδιέμαι από δω και από κει».
-Και τι λέει τώρα ρε Κωστή, τα 'χουν αυτοί οι δύο;
-Όχι ρε Γιώργο, πας καλά; Απλά τραβογαμιούνται...
Τη βλέπεις αυτή εκεί που τα 'χει πετάξει όλα έξω; Δεν ξέρω αν σου προκαλώ έκπληξη αλλά προφανώς και τραβογαμιέται από τα 12...
Got a better definition? Add it!
Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.
- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.
-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!
Got a better definition? Add it!