καυλερός, γκαβλερός

Είναι ο γαμάτος, ο καυλιάρης, με μια πρόσθετη αίσθηση ανθηρότητας, στιβαρότητας, θαλερότητας, γαμιστερότητας εν τέλει.

  • Χαλάστηκε η ΝΔ για την Κωνσταντοπούλου γιατί είναι κομματική. Ενώ ο Μεϋμαράκης ο Κένταυρος, ο ΟΝΝΕΔίτης ο καυλερός ήταν πρόσκοπος.

  • Αμα δεν προτεινετε κανενα καυλερό ακαουντ να αυτοπροταθω να τελειωνουμε (εδώ)

  • -τι έγινε, βρε Βάλια? Άκουσες να λέω υπόθετο και τρέμουνε τα χέρια σου απ'τις γκάβλες?
    -ναι είμαι πολυ γκαβλερή με την αρρώστια (εδώ)

"Δεν θυμάμαι να έχει βγει πιο καυλερό γκρουβ τα τελευταία είκοσι (τουλάχιστον) χρόνια"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλόζουμο, καβλοζούμι

Τα ζουμιά, ανδρικά τε και γυναίκεια, ενδεικτικά υπέρμετρης γκάβλας.

Στα πορνοσάιτ και σε τόπους για ενήλικες χρησιμοποιείται απλά για να δείξει το μέγεθος της σεκσουαλικής διέγερσης και απόλαυσης.

  • Γιατι μια σχεση μπιντιεσεμικη που βγαζει τοσο καυλοζουμο δεν μπορει εξισου να ειναι κοντα στο συναισθημα; Μπαινουμε μεσα ολοκληροι χωρις φοβο για τις αδυναμιες μας, χωρις να προσβλεπουμε σωνει και καλα οτι θα κρατησει αιωνια, με μονο στηριγμα την αληθεια μας. (από δω)
  • πάτα την καυλα σα σταφύλια κ δώσε καυλοζουμί (εδώ)

Ενδιαφέρον είναι ότι σε πιο σοφτ καταστάσεις έχει την έννοια του μαγικού ζωμού/ φίλτρου (που ό,τι/όποιος πέσει μέσα γίνεται και πολύ καυλιάρης), ακόμη και του τονωτικού ροφήματος.

  • Η δικια μου επιλογη παντος θα ηταν δουκατι γιατι οι ιταλοι τις μηχανες πριν τις βγαλουν σε παραγωγη τις περνανε πρωτα απο το καζανι με το καβλοζουμο:):):) και ειναι και αυτος ο καβλιαρικος ηχος των διπλων τελικων του που σε τρελαινει.... (εδώ)
  • Σε καυλοζουμο σε βουτουσαν μικρη; (εδώ)
  • πολλά άβαταρ έχετε πέσει σε καυλόζουμο κορίτσια (εδώ)
  • -Να παίρνεις καρπούζι Αύγουστο μήνα κ να χει ορμονες. Του το πας πίσω ή παίρνεις ένα τζιν κ το κανεις κοκτέιλ;
    -Το κοβεις το καθαριζεις μεσα και το γεμιζεις σαγκρια. Με τις ορμονες θα γινει καυλοζουμο (εδώ)
  • ουρλιάζει ο τράγκας για την "παρηγορητική αγωγή" και την θρησκεία εν μέσω αναφορών στους χορηγούς της εκπομπής του, βεζνινάδικα & καβλόζουμα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αι εκτοξευόμεναι κατά ριπάς ρουκέτται παχύρρευστου ψωλόχυματος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Η απαλή ως μαγνόλια παις, καίτοι επνίγετο σχεδόν από τας επα΄΄ηλους ορμητικάς σπερμαρορουκέττας, κατέοιε όλον τον γλοιώδη αρσενικόν οπόν, αγβνιζόμενη απεγνωσμένως να μη της διαφύγη ούτε μία σταγών...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουκέτες ή ρουκέτται: Η εκτοξευόμενη κατά λαυκάς παχύρρευστας ριπάς ψωλόκρεμα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Τρία ή τέσσερα λεπτά αργότερον, η Φλώσσυ έχυνε εν νέου, εν μέσω ομοίας με την προηγουμένην τρικυμίας γλυκασμού, ενώ ο πιπιλίζων και καταπίνων τον μουνοχυμόν της άνδρας εξετόξευε πάλιν τας λιπαράς, λευκάς ρουκέττας του εις τον αέρα. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 59)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το γνωστό ζογκλεριστίκο ματζαφλάρι, αυτή την φορά υπό την έννοια της ατυχίας, ολοκληρωτικής αποτυχίας, γαμησιού.

  1. - Πώς πήγε εχθές η μπάλα;
    - Άσε ρε φίλε φάγαμε πόι...

  2. - Τηνε γάμησες χθες;
    - Ρίξαμε κάνα δυό πόι.

(από kloufo, 06/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

Πάσα από Δ.Π. - Kilerakias.

Κατηγορία α'

- Είναι και ναζιάρα κορδελιάρα, ε δεν θέλει και πολύ Mr. Green

- Και εσυ εισαι ψευτοκαλλιτεχης, μηχανοραφτης σπουδαρχιδης φαυλος κορδελιαρης.

Κατηγορία β'

- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ Την τύχη μου την κορδελιάρα.........

Κατηγορία γ'

- Το είχα ακούσει στο ΟΑΚΑ από αεκτζή ως προσβολή σε βάρος του διαιτητή. Λίγα χτυπήματα στον γκούγκλη
(πάσα από Δ.Π. - Kilerakias)

- Γαμα το παιχνιδι σημερα, αλλα τον Νινη τον εχεις κανει σαν τα μουτρα σου Καραγκουνη ακους;;; Να πηγαινει για το φαουλ και για την τριπλιτσα και την κορδελιαρα μπαλια στο κεντρο σε καποιον πουναι αντε 10μ διπλα του. Καραγκουνη ΕΣΥ φταις

Κατηγορία δ'

- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified