Ο φέρων χλίδα, ο χλιδαίος, ο χλιδάμπουρας. Στις μέρες μας, κι ο χλιδάνεργος.

Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι το αγγλικάνικο glitter ετυμολογείται εκ της χλίδας. Ωσεκτουτού, όταν οι χλιδάτοι συνευρίσκονται με τους glitterati μοιραίως διαπράττουν ετυμομιξία.

Εκ της χλιδής και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.).

- Ειρωνείες και ΚΡΑΞΙΜΟ από την BILD: Ο κουλ αλλά και…χλιδάτος Βαρουφάκης αποδεικνύεται ψεύτης και ετοιμάζεται να…αποχωρήσει για να διασωθει! (εδώ)

- Ο χλιδάτος βίος του Καμμένου στο Four Seasons της Ουάσινγκτον (εκεί)

- Δείτε τη χλιδάτη φυλακή του Νορβηγού εκτελεστή (...) Μέσα στη φυλακή υπάρχει ένα στούντιο ηχογράφησης, διάδρομοι για τρέξιμο καθώς και ένα μικρό, ξεχωριστό κτίριο με δύο δωμάτια, όπου οι κρατούμενοι μπορούν να μένουν με τις οικογένειές τους κάποιες ημέρες! Υπάρχει ακόμη εργαστήριο μαγειρικής, όπου οι κρατούμενοι μπορούν να παρακολουθούν ειδικά σεμινάρια μαγειρικής (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασανσέρ αποκαλούνται:

  • Τα χαρτιά με μεγάλες ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις, συχνά ικανά να συμπαρασύρουν δια της πορείας τους και την υπόλοιπη αγορά,

... και ωσεκτουτού...

1.
Σαν περίεργα δεν φαίνονται όλα αυτά για τη μετοχή-«ασανσέρ»;

2.
«Ασανσέρ» οι τραπεζικές μετοχές ενόψει των stress tests της ΕΚΤ

2.
Χ.Α: Κέρδη 0,89% σε συνεδρίαση... ασανσέρ

  1. Ινσέψιο: ασανσέρ η μετοχή της Kleeman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified