Further tags

Νοιώθω ξαφνικό σύγκρυο ή τρομάρα. Συνώνυμο του κλάνω πατάτες και του κλάνω μέντες.

...είχα αργήσει για την συνάντα του slang.gr. Η τελευταία πινακίδα, πριν από πάρα πολλά χιλιόμετρα, έγραφε “Transylvania: 2O Km”. Μια γνώριμη παγερή φωνή μέσα μου ψυθίρισε «Έχεις χαθεί Βράσταμαν, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, μουαχαχαχαχαχα» και μια νυχτερίδα έσκασε με ένα βδελυρό πλααατς στο παρμπρίζ του νοικιασμένου μου Dacia. Η μειδιούσα πανσέληνος κοκκίνισε μέσα από τα αίματα του ιπτάμενου τρωκτικού. Έκλασα πετούγιες...

(από Vrastaman, 21/03/09)(από Vrastaman, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη «λύσσα» είναι αρχαία και την συναντάμε στα πολύ παλιά κείμενα της αρχαιότητας, όπως στον Όμηρο (Ιλιάδα Θ’219, και Ι’239), με την έννοια της μανιώδους ορμής.

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» ή «ξαμολάω». Π.χ. «Κλείθρων λυθέντων», δηλαδή, αφού ξεκλείδωσαν οι πόρτες, γιατί οι αρχαίοι δεν κλείδωναν, όπως σήμερα, τις πόρτες, αλλά τις έδεναν με «δεσμά». Επίσης, έλεγαν και: «λύεις τούς κύνας», δηλαδή «αμόλυσαν τα σκυλιά».

Έτσι δίνεται η σημασία αφήνω τον έλεγχο, και στην επέκταση: «λύσσα» είναι η ορμή ή η μανία, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του λογικού.

Συνώνυμο της λύσσας είναι η υδροφοβία, που προέρχεται από το φόβο για το νερό, που παρουσιάζουν εκείνοι που πάσχουν από λύσσα.

  1. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λυσσασμένη γυναίκα. Έπαιρνε το γαλλικό κλειδί μου και τον έφτανε μέχρι τη ρίζα μέσα στο στόμα της. Το ρούφαγε σαν το καλύτερο γλειφιτζούρι.

  2. Η αστυνομία ανακοίνωσε πως πρόκειται για το τρίτο περιστατικό μέσα σε δυο χρόνια, που «λυσσασμένες γυναίκες» ακρωτηριάζουν το γαλλικό κλειδί ενός άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που υφίστασαι από το μπίρι-μπίρι, ειδικά όταν δεν το θέλεις.

Έκφραση που την χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, αλλά μάλλον περιέπεσε σε αχρηστία.

Οπότε γανώνω = μπιριμπιρίζω και γανωτής = ο μπιριμπιριτζής

Από το αρχαίο ρήμα γανόω = γυαλίζω χάλκινα αντικείμενα. Η επικασσιτέρωση κυρίως των σκευών που σχετίζονται με την παρασκευή φαγητού.

  1. - Μας βρήκε εύκαιρους ο Κώστας και μας άρχισε στο γάνωμα.

  2. - Τί σου έλεγε τόση ώρα ο Μπάμπης ρε συ;
    -Τί να μου έλεγε; με γάνωσε ο πούστης!

  3. - Έχει λέγειν ο Δημητράκης έτσι;
    -Τί λέγειν ρε; μέγας γανωτής είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που αποδεικνύει οτι δεν υπάρχουν «κακές» λέξεις, αλλά σλανγκικές σκέψεις. Βουτώ / βυθίζω σε υγρό / αρπάζω, κλέβω / χειρονομώ με ασελγή πρόθεση.

Α΄περίπτωση: κάνω παπάρα τον παπαρολεβιέ μου σε μουνόγαλα και φτιάχνω πρώτης τάξεως παπαροζούμι. Ο βούτας εδώ είναι πηδήκουλας.

Β΄περίπτωση: Εδώ έχουμε δύο ειδών βούτες, αυτούς που τιμωρεί ο νόμος και αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους. Οι κυβερνώντες και οι αντιπρόσωποί τους έχουν ένα χρυσό κανόνα: Πάρε όσο πιο μεγάλο κουτάλι μπορείς και βούτα το όσο πιο βαθιά μπορείς στο βάζο με το μέλι.

Γ΄περίπτωση: Δεν μπορώ να αντισταθώ στα μπαλκόνια ή στα καπούλια της κουμπάρας και βουτώ. Ο βούτας εδώ είναι φαν του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.

Ακόμα βουτώ στα βαθιά όταν αναλαμβάνω μανίκια.

  1. Μεγάλη νύχτα πέρασα χτες με τον Κούλη και δεν του φαινότανε! Βούταγε και με έκανε να παραμιλάω... Βιάγκρα είχε πάρει;

  2. Γιατί ο κ. Αλογοσκούφης είναι ένας κινητός οπισθοδρομικός κλέφτης.
    Σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος κινητής τηλεφωνίας (που ουσιαστικά είναι φόρος του κράτους), προστίθεται ΚΑΙ ο ΦΠΑ +19% (που είναι και αυτός φόρος του κράτους). Φόρος στον φόρο λοιπόν, η υπέρτατη ΑΠΑΤΗ κατά των πολιτών. Η απόλυτη ΚΛΕΨΙΑ!

  3. Δεν άντεξα σου λέω!! Μου φέρνει το πρώτο ποτό και η μύτη μου χώθηκε στους εξώστες της, φέρνει το δεύτερο και όπως έσκυψε να πιάσει την απόδειξη που τάχα της έπεσε δεν άντεξα σου λέω και τη βούτηξα!!

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!: Αντίστοιχα από τη σερβική τηλεόραση, η γεμάτη υπονοούμενο διαφήμιση του Wash & Go: Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!

- Η γκόμενα Μήτσο είναι α' διαλογή σου λέω... κι έχει και γκαρσονιερικό έξτρα στου Παπάγου!
- Χμμ... χεμ κρεμ- χεμ σαβόν που λένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τεμπέλικη δουλειά. Το κοπριτιλίκι. Ο παράδεισος του Νεοέλληνα.

  2. Ο τεμπέλης αναφοράς (όπως λέμε «μουνί αναφοράς»). Αυτός που βαριέται ακόμα και να πάει ως την καφετέρια για να πιει καφέ και προτιμάει να του τον φέρνουν στον καναπέ. Είναι συγγενής του τηλεφάπα.

Αυτές οι μαμάδες φταίνε σχεδόν για όλα.

  1. Μαλάκα, μου βρήκε μια δουλειά ο νουνός μου, σκέτο καναπέ. Όλη την ημέρα κάθομαι και ξύνω τ' αρχίδια μου.

  2. Άντε ρε με τον καναπέ. Άμα τον πάρω αυτόν για συνεταίρο, πάει τό 'κλεισα το μαγαζάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νηφάλιος στα ποδανά, ή κατά το αναγραμμαντείο.

Πηγή: Παυλέας.

Είστε φαλήνιοι, ή τρίπιτο πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η παπάτζα της χλιδής. Η παραμύθα που εμφανίστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια σύμφωνα με την οποία όλοι έχουν δικαίωμα στην χλιδή ακόμα και όταν δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα (ειδικά τότε). Μπορούν άφοβα να υπερκαταναλώνουν χωρίς να παράγουν. Αυτό επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους: αγορές χωρίς προκαταβολή και με αμέτρητες δόσεις, κάρτες, επιταγές, καταναλωτικά δάνεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι βδέλλες γίνονται πλουσιότερες, ενώ οι πελάτες τους εξοικειώνονται με νομικούς όρους όπως: κατάσχεση, αναγκαστική εκτέλεση, πτώχευση, τόκοι υπερημερίας...

Είναι μια ακόμα προσφορά του διεθνούς μάρκετινγκ στους νεόπτωχους.

  1. Η προσωπική παραμύθα της χλιδής την οποία χτίζει κάποιος γύρω του με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την προσοχή των άλλων. Είναι ένας από τους τρόπους (πρόσκαιρης) βελτίωσης της ερωτικής ζωής. Συνήθως έχει καταστροφική κατάληξη για τον χλιδοπαπάτζα /την χλιδοπαπατζού, εκτός εάν προλάβει να κάνει κανένα καλό γάμο όσο είναι ακόμα στα πάνω του / της.

Ο όρος-θεσμός στην σημασία #2, που αποτέλεσε την βάση για την σημασία #1, δεν είναι καινούργιος. Εμφανίστηκε την δεκαετία του '50 με πρώτους διδάξαντες τους Ιταλούς. Οι κάτοικοι των ΗΠΑ τον έκαναν επιστήμη στην δεκαετία του '80.

  1. «...Η φούσκα της χλιδοπαπάτζας έσκασε και μάλλον ήταν η τελευταία στην σειρά με τις φούσκες...» (από την Μπαρμπουτιέρα)

  2. Χλιδοπαπάτζας είναι ο τύπος. Άμα τον γυρίσεις ανάποδα, δεν θα πέσει ούτε κέρμα. Άκουσα ότι σε λίγο του παίρνουν και την Μαζεράτι. Ό,τι πήδηξε, πήδηξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο μεγαλόσταυρος, αναφερόμαστε στον ανώτατο βαθμό πολλών παρασήμων.

Επίσης αναφερόμαστε στη σύφιλη λόγω των σταυρών που εμφανίζονται στην ανάλυση αίματος του πάσχοντος απ' αυτή την ασθένεια.

Σλανγκιστί αναφερόμαστε:
1. Στον μεγάλο σταυρό που τοποθετείται στου πασά τον τάφο (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Σε αρχιερείς, λόγω του μεγάλου σταυρού που φέρουν κρεμασμένο μπροστά τους (βλ. παρ. 2).

  2. Έμμεση ειρωνική αναφορά σε ορισμένους αρχιερείς που, στα πλαίσια φαρισαϊσμού και υποκρισίας, κάνουν επιδεικτικά το σήμα του σταυρού (βλ.παρ. 3).

  3. Ειρωνικά, για να ευαισθητοποιηθεί κάποιος και να αλλάξει μυαλά, όταν τα δίνει όλα χωρίς να αναγνωρίζεται το έργο του ή όταν αυτός κουράζεται υπερβολικά για λόγους τελειομανίας.

Δες σχετικά: εδώ και εδώ. Στην περίπτωση αυτή, ο όρος συντάσσεται ως εξής: «Θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;» Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 4.

  1. Αχ ο καημένος. Κουβαλάει του χάρου νερό. Δεν τον βλέπω να τη βγάζει καθαρή. Πολύ σύντομα θα του φυτέψουν τον μεγαλόσταυρο.

  2. Ένθεν και ένθεν, μέχρι τέλους των κεράτων της τραπέζης, εκάθησαν, ως έκαστος έτυχεν, αλλά μετά τους πρέσβεις, οι επίλοιποι των προσκληθέντων, οίτινες σαν οι υπουργοί, ο πρόεδρος της Συνόδου (ουδεμίαν όμως έχων ορισμένην επίτιμον θέσιν, αλλά μετά τον τελευταίον υπουργόν ερχόμενος και ως έτυχε καθήσας) οι αντιπρόεδροι της Βουλής (των γραμματέων αυτής μη προσκληθέντων) οι στρατηγοί και ναύαρχοι, οι σωματάρχαι, οι μεγαλόσταυροι, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο νομάρχης, ο αστυνόμος, ο δήμαρχος Αθηναίων, οι τρεις πρώην πρωθυπουργοί ΚΚ. Δ. Βούλγαρης, Α. Κουμουνδούρος και Ε. Δεληγεώργης, οι πλοίαρχοι των εν Πειραιεί ξένων πλοίων, ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, και οι αυλικοί.
    Δες

  3. Πενήντα όπως τα λες είναι και ξέρω πολύ κόσμο που συμφωνεί με αυτά που λες. Όλα έχουν καταντήσει εμπόριο ακόμα και οι μεγαλόσταυροι μερικών.
    Δες

  4. - Αμάν πια. Πλακώνεσαι σαν το σκυλί στη δουλειά και κανείς δεν στο αναγνωρίζει. Σε έχουν του κλώτσου και του μπάτσου. Μπας και πρέπει να αλλάξεις βιολί; Τι νομίζεις; Νομίζεις πως θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;

Ο Παπούλιας απονείμει στον Σιούφα το μεγαλόσταυρο του τάγματος της τιμής (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified