Further tags

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση-μεταφορά της αμερικανιάς sandy vagina (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται για να δείξει την ευερέθιστη διάθεση κάποιου που λειτουργεί καταστροφικά για όλη την παρέα. Αυτή του η διάθεση δεν οφείλεται στο ότι είναι γκρινιάρης γενικά σαν άνθρωπος, αλλά μάλλον σε κάποιο άγνωστο σε εμάς και τρομερά ενοχλητικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, από το οποίο όμως δεν είναι εύκολο ούτε να ξεφύγει, ούτε να μοιραστεί για να μας δώσει κι εμάς να καταλάβουμε.

Φαντάζομαι πως κάπως έτσι νιώθουν τα κοριτσάκια αν, φευ, τους συμβεί κυριολεκτικά το κακό του λήμματος.

Εντάσσεται σε μια μικρή αλλά συνειδητοποιημένη υποκατηγορία της χρήσης του λήμματος μουνί που δεν αναφέρεται απαραίτητα στην γυναικεία φύση, ούτε στο σεξ αλλά και ούτε σε κάτι απαξιωτικό (βλ. έχει πήξει το μουνί μας, κάηκε το μουνί μας κλπ).

- Άντε ρε μαλάκες. Καθόμαστε δέκα ώρες μέσα! Πάμε μια βόλτα πια!
- Τώρα, δικέ μου, κάνουμε το τσιγαράκι και πάμε για ποτό;
- Τι ποτό και μαλακίες, πάλι τα ίδια;
- Ε, και πού να πάμε; Δεν πάμε στο Γκάζι να βρούμε τους άλλους;
- Το βαρέθηκα και το Γκάζι και τους άλλους. Πάμε κάπου αλλού!
- Πού ρε μεγάλε, μίλα!
- Δεν ξέρω. Αν είναι να τριγυρνάμε πάντως άσκοπα, εγώ δεν πάω πουθενά, να ξέρετε.
- Κολλητέ, βγάλ' την άμμο από το μουνί σου! Ακούς τι λες; Τι έχεις πάθει; Ξεκόλλα!

Vagina aggerata... (από patsis, 11/04/09)(από patsis, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.

- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, πρόκειται για οργανωμένη εκδήλωση του στρατού με σκοπό την αναψυχή των υπηρετούντων σε ένα στρατόπεδο. Περιλαμβάνει συνήθως την προετοιμασία του χώρου με τραπεζοκαθίσματα, εδέσματα και πάσης φύσεως σχετικά, με χώσιμο των ίδιων των φαντάρων που πρόκειται να «διασκεδάσουν», την υποχρεωτική προσέλευση όσων δεν έχουν υπηρεσία (αντί να βγουν σαν άνθρωποι στην έξοδό τους), την παροχή μίας (1) κανονικής μπύρας ανά στρατιώτη (βλ. όπου φτωχός κι η μπύρα του) ή απεριόριστης (γιατί μένει στα αζήτητα) μπύρας χωρίς αλκοόλ, την παρέα του ίδιου αρχιδόκαμπου που τρως στη μάπα κάθε μέρα, και, τελικά, την απόλαυση κάποιας φωνάρας ή κανενός Κακοφωνίξ που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Η καθαριότητα και η ευπρέπεια του χώρου όταν το πάρτυ τελειώσει είναι, φυσικά, και πάλι καθήκον του φιλόμουσου κοινού, όπως άλλωστε και οι σκοπιές για τους τυχερούς που αναλαμβάνουν πόστο αργάμιση.

Ευτυχείς παραλλαγές περιλαμβάνουν κρυφή μπυρασφάλεια από κανένα φιλαράκι λέουρα, μπυρουέτες από μισοπιωμένους αξιωματικούς και, σε μυθικές, ούρμπαν λέτζεντ, καταστάσεις, απρόσμενα ξεσαλώματα με χορούς από μπαλαλάικες και λοιπές φραπεδιάρες.

Μεταφορικά, ο όρος παραπέμπει στην ξενερουά μάζωξη μιας παρέας-ψωλαρίας, σε ιδιωτικό κυρίως χώρο, και την αφοσίωση σε κουβέντες για μπάλα, αυτοκίνητα/μηχανές, γκόμενες και, φυσικά, στρατό.

Ο μύθος των ευχάριστων εκπλήξεων συνεχίζει να υπάρχει (ως μύθος).

- ...Έχω πάρει την πρώτη μετάθεση και είμαι σε εβδομάδα προσαρμογής στο Διδυμότειχο. Και πετυχαίνω στο κρεβάτι πάνω από ένα ασημί μου φλωρόπουστα που τους έχει ψαρώσει όλους και το παίζει παλιός. Μόλις τον παίρνω γραμμή...
- Ρε μάγκες! Τι κάνουμε εδώ πέρα δεκαπέντε ψωλαράδες και λέμε μασάλια; Βραδιά οπλίτη το κάναμε! Λοιπόν, τέλος, ο καθένας παίρνει τηλέφωνο κι από ένα παστάκι και με ό,τι κάτσει πάμε τσάρκα στην πιάτσα!

(από patsis, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος πληρωμής παρέας με ρεφενέ... όλοι πληρώνουν τα δικά τους.

Πάμε για μεζεδάκι και τσιπουράκι; Θα ξηγηθούμε γερμανικό όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα μόνο από γυναίκες.

Λέγεται συνήθως από ύπανδρες γυναίκες που, έχοντας μπουχτίσει από την συνοδεία των συζυγάτων τους και ίσως και την παρουσία πολλών αρσενικών στην δουλειά τους που τις πρήζουν τα συκώτια, κανονίζουν έξοδο διασκέδασης χωρίς αντρική παρουσία.

- Τι θα κάνουμε το βράδυ κορίτσια; Θα πάμε για ένα ποτάκι; - Θα πάμε όλοι παρέα; - Όχι, λέω να πάμε γυναικωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόλαβα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, ή να κάνω οτιδήποτε, επειδή κάποιος άλλος μονοπωλούσε την συζήτηση ή, γενικώς, τα 'κανε όλα μόνος του.

Παίζαμε στο ίδιο γήπεδο, σφύριξε η λήξη και την μπάλα στα πόδια μου δεν την είδα, την είχε ο άλλος, ο παράλλος, κάποιος, εγώ μια φορά δεν την είδα. Η μπάλα σε αυτό τον βαθύ στοχασμό είναι η μεταφορική έννοια που εκφράζει την σειρά στην συζήτηση, ή σε μια συνέχεια ενεργειών.

Αφορά συνήθως διαλόγους, συνομιλίες κ.λπ. μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Παίζει ιδιαίτερα άμα σου κάτσει συζήτηση με άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους, μπουρμπούραγες και γλωσσοκοπάνες.

Και καλά άμα τον ξέρεις τον άλλο, κολλητός κιέτσ', είσαι προετοιμασμένος αρμοδίως κι όταν τον πιάνει η μαλακία, του παίρνεις την μπάλα από τα πόδια θρασύτατα τ. «πάλι μονότερμα θα με πας ρε, κάτσε να σου πω εγώ και μου λες». Αν δεν τον ξέρεις και σου βρεθεί σε παρέα απρόοπτα την έκατσες, αφενός γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο, αφεδύο γιατί τί να του πεις τώρα ξένου ανθρώπα, τόνε ντρέπεσαι και την τρως...

Όταν αφορά ενέργειες, συχνά δεν είναι και χάλια να μην παίρνεις πάσα, μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από το πεύκο παίζοντας την φλογέρα σου, όσο ο άλλος κάνει τα πάντα για πάρτη σου κι όταν ολοκληρώσει, να σηκωθείς, να τινάξεις τις πευκοβελόνες και να τον ευχαριστήσεις που σε βοήθησε.

Πάσα: acg από το ΔΠ.

  1. Κρυφό τεύχος της Φραπέ Slangossip (το εξώφυλλο που απορρίφθηκε):

Νέα από την τελευταία συνάντα slang.gr Νοτίου Ελλάδος: «Δεν πήρα πάσα» ομολόγησε ο ρουμάνος. Ποια πρωτοπαλίκαρά του μονοπώλησαν την συζήτηση. Έξτρα cd με τα ροχαλητά όσων δεν είδαν καν την μπάλα... μπόνους μήδι με δαιμονικό γέλιο, έτοιμο για uploading.

  1. (ευγενική χορηγία από poniroskylo)
    - Είχε και κάτι ντολμαδάκια... ωραία φαινόντανε, αλλά δεν πήρα πάσα... μέχρι ν' ανοίξω το κρασί, πέσανε όλοι οι νηστικοί και τα εξαφανίσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει μαζευτεί μια μπακουροπαρέα και βρίσκεται σε φάση αράγματος, κουβεντιάζοντας για το νέο προπονητή του Γαύρου και άλλες μαλακίες, το «διαφημίσεις!» είναι το συνθηματικό για να σταματήσουν προς στιγμή οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και να επικεντρωθεί η προσοχή της παρέας σε κάποιο ωραίο καυλάκι / καυλάκια που περνάνε εκείνη τη στιγμή από μπροστά. Η παρέα κάνει ένα κιτ-κατ και απολαμβάνει το θέαμα ενώ συνήθως γίνονται και κάποια χυδαία σχόλια. Μετά το διαφημιστικό διάλειμμα το πρόγραμμα επιστρέφει στην κανονική ροή του.

- Τώρα με Βαλβέρδε θα σας πάμε πίπα-κώλο παλιοβαζελάκια!
- Κάνε υπομονή μισό λεπτό κωλόγαυρε και θα σου απαντήσω. Προς το παρόν έχουμε διαφημιστικό.
- Πού βρε μαλάκα;
- Πίσω δεξιά. Κοίτα με τρόπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified