Further tags

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλώ κάποιον, γίνομαι πιεστικός, του πρήζω τ' αρχίδια / τον μπούτσο.

Έλα ρε αυτέ να π'μ', μη μου ζαλίζεις τη μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά φέρεται να είναι φράση των κλεφταρματολών επί Τουρκοκρατίας που είχε την σημασία ευχής να σε βρει θάνατος από βόλι κατά την διάρκεια μάχης ή συμπλοκής και έτσι να πεθάνεις ένδοξα, το οποίο θεωρείτο καλύτερο από το να επιζήσεις και να ατιμαστείς.

Επίσης «καλό μολύβι».

Το ενδιαφέρον είναι, ότι αν ισχύει αυτή η αρχική ετυμολογία, που είναι η κυρίαρχη, όσο μπόρεσα να ψάξω, έχουμε αλλαγή σημασίας. Η σημασία αρχικά ήταν καλώς να σε δεχτεί το βόλι ώστε να έχεις τίμιο θάνατο, ενώ αργότερα εμπεδώθηκε η πιο ενεργητική σημασία του να ρίχνεις εσύ καλά το (όποιο) βόλι. Πρόκειται δηλαδή για κάτι παρόμοιο με την φράση ραντεβού στα γουναράδικα, που ήταν επίσης μια ατάκα δήλωσης ότι ο ήρωας αψηφά τον θάνατο.

Εν συνεχεία, η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για την ψήφο στις εκλογές, καθώς οι ψηφοφόροι έριχναν σφαιρίδια σε ξεχωριστές κάλπες για το «ναι» και το «όχι», οπότε το σφαιρίδιο παρέπεμπε περισσότερο σε βόλι, από ό,τι η σημερινή διαδικασία. Το σύστημα αυτό που ίσχυσε μέχρι το 1911, και το οποίο περιγράφεται εδώ, μας έδωσε και τις εκφράσεις δαγκωτό και μαυρίζω.

Σήμερα ο κρεψινισμός αυτός είναι πολύ συνήθης και για την ψήφο στις εκλογές, αλλά και στη σεξοσλάνγκ ως ευχή για «καλό σεξ», και στη χεζοσλάνγκ ως ευχή για καλό χέσιμο / χεζοβόλι.

Γενικώς, είναι μια ευχή που περιμένουμε να μας πούνε όταν πάμε προς τουαλέτα για νούμερο δύο, ή όταν ανακοινώνουμε ότι θα βγούμε ραντεβού με κρεβατάμπλ φίλη.

Επίσης, όπως φαίνεται από τα γουγλικά ευρήματα, είναι η βασική ευχή στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων. Και, όπως γράφει και ο Γκατσανήρ στον έτερο ορισμό, χρησιμοποιείται με την σημασία «καλή επιτυχία» σε πολλές περιστάσεις, λ.χ. ακόμα και σε εξετάσεις.

Με περισσότερο κυριολεκτική σημασία χρησιμοποιείται επίσης από κυνηγούς και ψαροντουφεκάδες.

Ας ελπίσουμε να μην ξαναζήσουμε πόλεμο, ώστε να το λέμε πάλι εντελώς κυριολεκτικά, και ότι η χρήση θα περιοριστεί στην όποια κάλπη ρίχνει ο καθένας το βόλι του.

  1. Δήλωση Αντώνη Μανιτάκη: «Πριν από δύο ώρες ξεκίνησε κανονικά η εκλογική διαδικασία. Δήμοι, Περιφέρειες και υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών είναι στη θέση τους. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται στα εκλογικά τμήματα και δέχονται τους εκλογείς. Όλα βαίνουν κανονικά, όπως είχαν προβλεφθεί και προετοιμαστεί.
    Καλό βόλι σε όλους μας!»

2. Μάθε τι σεξ κάνει το κάθε ζώδιο και… καλό βόλι!

  1. καβαλαει τον βαρδαβουλαρη μου οπου δεν αργησα να καταθεσω....προσωπικα για εμενα αξιζε το 50 ευρω που εδωσα.στα συν της οτι δεν βιαζοτανε!!καλο βολι στους επομενους!!!! (Από μπουρδελοσάιτ)

  2. -Γεια σου Μαρία, και καλό βόλι με τις εξετάσεις αύριο!
    - Σ' ευχαριστώ, Πέτρο, να 'σαι καλά! (Από ανάλυση για los Armatoles y los Kleftes).

Ρίξε το το τιμημένο! (από Khan, 09/11/13)Σύγχρονη χρήση της έκφρασης. (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιακή έκφραση.

Το ερώτημα είναι ρητορικό βεβαίως, αφού η απάντηση είναι προφανής, και ως τέτοιο χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι τόσο κολλημένο σε κάποια συνήθειά τους, ώστε να θεωρούμε ότι είναι αδύνατον να την κόψουν.

- Το καλύτερο έγινε στο τέλος: παίρνει το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο το ανάβει και μας λέει: «Το βλέπετε; Αυτό είναι το τελευταίο τσιγάρο που καπνίζω, από σήμερα τέρμα το κάπνισμα!»
- Ποιος ρε θα κόψει το τσιγάρο; Ο Γιάννης; Ναι, καλά! Κόβει η πουτάνα το γαμήσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχικά και σωματικά εξασθενημένος συνήθως λέει βαράω φρίκες, ενέσεις, διάλυση κ.ά. Με λίγα λόγια βαριέται και μαλακίζεται ενοχλώντας όσους είναι γύρω του.

  2. Ενώ σε άλλες εκφράσεις μπορεί να εννοεί την μεγάλη ηλιθιότητα που διακατέχει ένα άτομο σε κάποια χρονική στιγμή.

  1. Σε πανεπιστήμια:
    - Επόμενη ώρα τι έχουμε ρε συ;
    - Ανθρωπολογία ρε τρελέ.
    - Πο γαμώ το κέρατο, δεν αντέχω ρε, βαράω φρίκες.

  2. Σε έναν δημόσιο χώρο το άτομο Β πετάει εν αγνοία του το φραπέ που είχε αφήσει το άτομο Α λίγο πιο πέρα απ το τραπέζι του με σκοπό να το πιει αργότερα.
    Α: Όπα ρε μεγάλε, τον καφέ γιατι τον πέταξες;
    Β: Δικός σου ήταν ρε ψηλέ;!
    Α: Καλά δικέ μου, βαράς φρίκες σήμερα, άσ' το.

Σύγκρινε: φρικάρω, τρώω φρίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για καθαρό φιάσκο.

Δεν είναι απλό να εξηγήσει κανείς σε ποιες περιστάσεις αρμόζει αυτή η έκφραση μιας και καλύπτει ένα εύρος από την απογοήτευση ενός αποτυχημένου «blind date» έως και το φτιάξιμο της Ομόνοιας. Χωρίς πολλά-πολλά είναι η κατάσταση που σου βγήκε σκάρτη.

  1. Πωπω δικέ μου εχθές βγήκα με την τύπισα που σου έλεγα από το ίντερνετ και δε μπορείς να φανταστείς για τί μπάζο μιλάμε, άσε άσε φόλα η δουλειά σου λέω.

2) Ρε ψηλέ πήγες και φτιάχτηκες απ' την Ομόνοια να πούμε;! Αφού ξέρεις ότι είναι φόλα η δουλειά εκεί να πούμε, σ' τα 'χω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των χαρτόμουτρων της δηλωτής. Είναι λίγο δύσκολη η περιγραφή. Χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν 3 φύλλα κάτω και ο πρώτος μαζεύει ένα, ο δεύτερος ρίχνει, ο πρώτος ξαναμαζεύει, και συνεχίζεται έτσι, οπότε αυτός που συνέχεια ρίχνει και δεν μαζεύει δεν μπορεί να στεριώσει μπάζα.

Χρησιμοποιείται και εκτός παιχνιδιού φυσικά. Όποτε κάποιος τον παίρνει συνεχώς, όποτε οι ατυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, η φράση «πίπα κώλο εμπλοκή» θα είναι εκεί για να ονομάσει ποιητικά την κατάσταση.

- Πάλι έχασες ρε;
- Άσε μας μωρέ με την κωλόμπα, 4 πόντους είχα στο χέρι και με πήγε πίπα κώλο εμπλοκή όλο το παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτερεύον φορτίο (μικρό), συνήθως φαγητό, μικροπράγματα κ.λ.π., που μετέφεραν οι αγρότες με τα υποζύγια (γομάρια) μαζί με το κυρίως φορτίο, που ήταν φορτωμένο στις δύο πλευρές του ζώου. Το μισογόμι ήταν στον χώρο του σαμαριού ανάμεσα στο κύριο φορτίο στην πλάτη του ζώου. Μισογόμι ταξίδευαν και τα νήπια όταν δεν είχαν άνθρωπο να τα αφήσουν και τα έπαιρναν οι γονείς τους στα χωράφια όλη την ημέρα, σαν ολοήμερο νηπιαγωγείο ας πούμε.

Μεταφορικά λέγεται για κάποιον που βολεύεται και την βγάζει εκμεταλλευόμενος την προσπάθεια και φροντίδα άλλων, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια ή φροντίδα ο ίδιος, κατ' αναλογία των μικροφορτίων που μεταφέρονται με το κυρίως φορτίο, αφού ούτως ή άλλως το δρομολόγιο εκτελείται.

- Ρε φίλε, αυτός ο γείτονας όλη την ημέρα τεμπελιάζει, πώς ζεί;
- Την βγάζει μισογόμι στο σπίτι του αδελφού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified