Further tags

Το περιπολικό, επειδή παλιά είχαν ένα φως μόνο από πάνω, σαν καρούμπαλο.

Έγινε φασαρία έξω απο το club και μαζεύτηκαν 4 καρούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκιστί: το λάχανο.

  2. Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.

  3. Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.

  4. Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.

  1. Μάπα το καρπούζι.

  2. Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;

  3. Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.

  4. Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.

(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκωραμίδα, το πλακουτσωτό δοχείο στο οποίο αφοδεύουν οι κλινήρεις ασθενείς.

- Αδελφή, φέρε μου την πάπια σε παρακαλώ. Θέλω να κάνω το χοντρό μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εφημερίδα Ριζοσπάστης.

-Πιάσε έναν Ρίζο!
-Τι Ρίζο; Αδέσμευτο Τύπο δηλαδή;
-Άσε το δούλεμα σύντροφε!

(από Khan, 20/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.

-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).

Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.

- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.

Δες και φουνταριστός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πεϊνιρλί, εξαιτίας του σχήματός του.

- Πάμε να φάμε καμιά παντόφλα μπας και συνέλθουμε απ' τα ξύδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified