Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!
Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!
Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!
Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).
Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.
Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο
Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.
Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.
Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.
- Το είδες το σπίτι του Νώντα;
- Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.
- Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.
- Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!
Got a better definition? Add it!
Μπίτι: Στα Νοτιοελληνικά (περιοχή Δυτ. Πελλοπονήσου) τελείως, εντελώς, ώσπου δεν πάει άλλο, ντιπ.
Στην μορφή μπίτι για μπίτι έχει διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την θέση στην φράση:
Σκέτο (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι»; ): το πρώτο μπίτι θα πει τελείως, το δεύτερο θα πει κάτι σαν κουτός. Όλη η φράση θα πει «Μα είσαι τελείως κουτός»;
Εμφατικό (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι» κουτός;): και τα δύο μπίτι έχουν την ίδια έννοια, το ένα δίνει έμφαση στο άλλο και τα δύο στο κουτός.
Φημολογείται ότι ο Γουόρεν Μπίτι, δεν έχει σχέση με την προέλευση του λήμματος το οποίο είναι προγενέστερο.
Μα μπίτι ζαβό είσαι παιδάκι μου; Δεν μπόρηγα να σου ανοίξω την πόρτα φτούνη την ώρα, έπρεπε να την πετάξεις χάμου;
Εδώ: Λοιπόν, στόχος είναι ως κεντρικός αμυντικός να σταματήσεις τον αντίπαλο επιθετικό να σκοράρει. Το 'χoυμε τώρα; Ρίχνω ξήγες γιατί εσύ είσαι μπίτι: έχεις πάρει γραμμή ότι...
Βλ. και μπήτι
Got a better definition? Add it!
Σχήμα οξύμωρο.
Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.
Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!
The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:
+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες
Got a better definition? Add it!
Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:
Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).
Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)
Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.
Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.
Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.
Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.
Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.
Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).
Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.
- Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.
- Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
- Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;
- Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!
Got a better definition? Add it!
Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).
Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:
Αατα.
Εφαρμογή Α’
- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)
Εφαρμογή Β’
- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)
Εφαρμογή Γ’
- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!
Got a better definition? Add it!
Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:
1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,
2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,
3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.
Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).
Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)
Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!
Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!
Got a better definition? Add it!
Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.
Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.
Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.
Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.
Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.
Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα
Got a better definition? Add it!
Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!
- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!
- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!
- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!
- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!
Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»
- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!
Got a better definition? Add it!