Το ατομικό βιβλιάριο μεταβολών και εκπαίδευσης του κάθε στρατεύσιμου.
-Πόσες μέρες άδειας έχω ακόμα;
-Πήγαινε στο πρώτο γραφείο και ζήτα να δούν το paybook να μάθεις.
Το ατομικό βιβλιάριο μεταβολών και εκπαίδευσης του κάθε στρατεύσιμου.
-Πόσες μέρες άδειας έχω ακόμα;
-Πήγαινε στο πρώτο γραφείο και ζήτα να δούν το paybook να μάθεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό.
Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.
- Ρε σειρά τι βαθμό έχει αυτός ο αξιωματικός;
- Δεν ξέρω, μέτρα τις σαρδέλες και θα καταλάβεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.
- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που απαντάται κυρίως στον πληθυντικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε τι μικρό σε μέγεθος, σφαιρικό, γυαλιστερό, μονόχρωμο.
Την έπιασε μανία φέτος τα Χριστούγεννα και γέμισε όλο το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια.
-Τι σκατά είναι αυτά τα μπιρμπιλόνια στο φαγητό ρε Ελένη;
-Κόκκοι κέδρου, αγάπη...
Got a better definition? Add it!
Το έμβλημα με το φίδι του Ασκληπιού που φοράνε οι γιατροί της μονάδας.
Επειδή δεν κανουν υπηρεσίες και γενικά δεν κουράζονται, το έμβλημα αυτό ειναι αντικείμενο πειράγματος και χαβαλέ καθώς παραπέμπει στο «φίδι».
-Ρε γιατρέ εσύ δε κάνεις καμιά υπηρεσία; -Τρελός είσαι; Δε τα βλέπεις τα φιδόσημα που φοράω;
Got a better definition? Add it!
Published
Το γυναικείο εσώρουχο string.
Κοίτα μίνι φούστα το μωρό! Μέχρι και ο κόφτης φαίνεται!
Βλ. και στρινγκαδούρα, κουραδοκόφτης.
Got a better definition? Add it!
Published
Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.
Λέξη τουρκικής προελεύσεως.
Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!
Got a better definition? Add it!
Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.
- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ μεγάλη σελίδα ή το πολύ μεγάλο κείμενο (συνήθως ηλεκτρονικό).
- Καλά ρε άσχετε, δεν μπαίνεις να διαβάσεις κανένα blog;
- Τι λε ρε μαλάκα, να πήξω με τους τύπους που γράφουν σεντόνια ολόκληρα;...
βλ. και οθονιά
Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ
Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.
Got a better definition? Add it!