Further tags

Μαλάκα: τυρί το οποίο είναι μαλακό.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα τα κόμικς και τα κινούμενα σχέδια, γνωστά και σαν «Μίκυ Μάους», αλλά ακόμα και αν δεν είναι Μίκυ Μάους.

Άσε τα μικιμάου και πιάσε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρινγκ που δεν είναι απαραίτητα μεγάλο, αλλά συνοδεύει μεγάλα και ζουμερά οπίσιθια.

Μαλάκα, βγήκε έξω με τον στρίγκαρο και μια μίνι φούστα!

(από protnet, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.

- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)

Από την ορκωμοσία της Ιταλικής κυβέρνησης (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός. Συνώνυμο: κωλοτρυπίδα.

Από τον φόβο μου, έκανε να! η σούφρα μου! (αντανακλαστικός σπασμός του σφιγκτήρα)

Νά, κάπως έτσι ας πούμε... (από vikar, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.

- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλιαρό ποτό, ως μη ώφειλε.

- Αυτή η μπύρα είναι σαν κλύσμα, δεν πίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκό τουλούμπα, λόγω ομοιότητας (oι τουλούμπες είναι ραβδωτά μακρόστενα γλυκά)...

Κυρ-Βασίλη, βάλε τρεις-τέσσερις πούτσες κοτλέ και τύλιξέ τες για δώρο... Πάω επίσκεψη στα πεθερικά μου!

Δυο τουλούμπες κάνουν πλακοπούτσι (από poniroskylo, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό φυτό που βρίσκεται σε κάποια γωνία δημόσιας υπηρεσίας και υποτίθεται πως κάνει πιο ευχάριστο τον χώρο. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με μια μεγάλη αφίσα από το ναυάγιο' στη Ζάκυνθο ή κάποια παραλία της Λευκάδας.

- Βρήκα ένα αθλιόφυτο καταπληκτικό χτες, καιρός να πετάξουμε αυτό και να πάρουμε ένα καινούργιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified