Further tags

Αντικείμενο πολυχρησιμοποιημένο, με φθορές, που βγάζει πολλά προβλήματα και δεν συμφέρει να το έχουμε στην κατοχή μας και να το συντηρούμε. Συνήθως πρόκειται για αυτοκίνητα, μηχανάκια κλπ.

Κοίτα καπνούς που βγάζει το μπροστινό αμάξι! Καλά τώρα είναι δυνατόν να πέρασε ΚΤΕΟ αυτό το ρημάδι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαράβαλο αυτοκίνητο.

Ο όρος προέρχεται από τα κακής ποιότητας αυτοκίνητα του πρώην ανατολικού μπλοκ, την δεκαετία του '60-'70, όπως ήταν το Moskvich.

-Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σας κ. Τάκη;
-Σπρώξοβιτς!

Got a better definition? Add it!

Published

Το περιπολικό, επειδή παλιά είχαν ένα φως μόνο από πάνω, σαν καρούμπαλο.

Έγινε φασαρία έξω απο το club και μαζεύτηκαν 4 καρούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκεύος ερωτικής ηδονής για τον κώλο. Αποτελείται από μια βάση και μια προέκταση (μικρή ή μεγάλη, εσείς αποφασίζετε) σε κωνικό κυρίως σχήμα. Βγαίνει σε πολλά μεγέθη, χρώματα και σχέδια.

Ο Τάκης κι εγώ αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε την ερωτική μας ζωή, έτσι πήραμε μια πρωκτοτάπα!

(από vikar, 05/07/11)... (από vikar, 05/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό βοήθημα για τον κώλο. Αποτελείται από ένα φουσκωτήρι και ένα μακρόστενου τύπου μπαλονάκι το οποίο μπαίνει στον πρωκτό και φουσκώνει μέχρι εκεί που θέλετε. Βοηθά να ξεπεραστούν οι όποιοι ενδοιασμοί και ανησυχίες σχετικά με το πρωκτικό σεξ.

- Ο Μάνος με είχε φάει να το κάνουμε από πίσω κι επειδή εγώ φοβόμουν μην πονέσω πήγε και πήρε μια πρωκτοτρόμπα και από τότε του δίνουμε και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκιστί: το λάχανο.

  2. Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.

  3. Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.

  4. Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.

  1. Μάπα το καρπούζι.

  2. Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;

  3. Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.

  4. Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.

(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεβάτι του φαντάρου. Λόγω σκοπιάς, όταν πέφτει ο φαντάρος για ύπνο είναι νεκρός.

Πω ρε φίλε, έχω λιώσει και έχω υπηρεσία σήμερα πάλι, πάω λίγο να την πέσω στο φέρετρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεβάτι στον οίκο ανοχής.

- Καθάρισε μωρή την μπουρδελιάστρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified