Further tags

Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να αποσπάσει την προσοχή και να παραπλανήσει. Κάλυψη, προπέτασμα. Από τις κλασικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος - π.χ. ο λαχανάς στο λεωφορείο βάζει την εφημερίδα μπουζουριέρα για να φάει το πορτοφόλι του ανυποψίαστου συνεπιβάτη.

Κρατάω μπουζουριέρα μπορεί και να σημαίνει φυλάω τσίλιες - ειδικά όταν προσποιούμαι ότι κάνω κάτι άλλο, π.χ. «ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα», που λέει κι ο Μπάτης στο ρεμπέτικο «Βάρκα μου μπογιατισμένη».

Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται η μπουζουριέρα με το ρήμα μπουζουριάζω. Με την έννοια της παραπλάνησης, της κάλυψης, δεν υπάρχει προφανής σχέση. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στην μπουζουριέρα κρύβουμε, παραχώνουμε, μπουζουριάζουμε κλοπιμαία, το μαύρο κλπ - στην περίπτωση αυτή σημαίνει την κρυψώνα.

Η μπουζουριέρα δεν πρέπει, βεβαίως, να συγχέεται με την μπιζουτιέρα. Άλλο Τουπαμάρος κι άλλο...

  1. («Τα σκαθαράκια», από Τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν.Τσιφόρου)
    Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά μπουζουριέρα δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε.

  2. (Ελευθεροτυπία, 26/02/2008)
    Εν τέλει, αποδεικνύεται μύθος το «φτωχό» -με βάση τον επίσημο εθνικό προϋπολογισμό- υπουργείο Πολιτισμού. Οπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του Αρη Χατζηγεωργίου στην «Ε» (16/2), οι εκταμιεύσεις του ΟΠΑΠ προς το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνο το καθιστούν... ζάπλουτο, αλλά και... πολυπλόκαμη «μπουζουριέρα» πάσης φύσεως επιχορηγήσεων, με αναρίθμητους παραλήπτες και -σε πλείστες περιπτώσεις- τουλάχιστον... ανορθόδοξα κριτήρια.

  3. (από πολιτικό κείμενο του Νέου Αριστερού Ρεύματος)
    Αυτό που μας σερβίρουν ως «νέο», είναι το απαρχαιωμένο μοντέλο ενός δικομματισμού, που αποτελεί την μπουζουριέρα ενός καινούριου αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας .της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.

- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπουκάλια στα ποδανά.

- Όλο καλιαμπού και ψουψουψού στη μέση του μπλοκ, μπροστά στον κόσμο, τον πήρανε χαμπάρι και οι πέτρες ....
- Αφού είναι πύρκαυλος ο μικρός...έχει χαβά πάντως...
- Ρε της ψωλής του το χαβά έχει, αλλά τέσπα.

Η Κυρία βνωρίζει από καλιαμπού - όπως και ο Κώστας Καφάσης γνωρίζει από καλό ψάρι. (από Vrastaman, 15/09/08)τα είχατε ακούσει για τη μονή εσφιγμένου, ε; http://www.lifo.gr/now/greece/31636 (από xalikoutis, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φόρεσε η μάνα, ο παππούς, ο πατέρας, ο αδελφός ίσως και ο προπάππος μου. Και απ' ό,τι φαίνεται θα τα φορέσουν ακόμα γενεές πολλές που θά 'ρθουν. Τα αθλητικά παπούτσια, οι ελβιέλες (από την ΕΛ. ΒΙ. ΕΛΑ. -Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών- 1940-1949) συνώνυμο των αθλητικών τύπου ALL-STAR, θα λέγαμε οι νεότεροι, είναι το δημοφιλέστερο είδος παπουτσιού όλων των εποχών. Σύμβολο των άγριων νιάτων του '50 (βλέπε James Dean) με λευκό μπλουζάκι, τζιν και αθλητικό, αλλά και όλων των γενεών της ροκαμπίλι, ροκ, πανκ ροκ, grunge, και emo μόδας, αλλά και της άνεσης για τους λιγότερο μουσικόφιλους.

(Από το forum translatum.gr)
Το φαντάζεσαι; ... σενάριο: Έλληνες εισβάλλουν στο στάδιο με χλαμύδες και ελβιέλα ... και φραπέ στο χέρι :) ... τύφλα να έχει το «Ο Αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες» !

Βλ. και σπορτέξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευτελές αλλά πολύπλοκο και εντυπωσιακό στολίδι. Για χαζογκόμενες. Λέγεται και κιχλιμπίδι.

Πώς την κυκλοφορεί τη λατέρνα ο Αντώνης ρε πούστη μου, δεν ντρέπεται; Μες το μπιχλιμπίδι και το καρακιτσαριό είναι...

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το ουίσκι Cutty Sark, η ονομασία του οποίου ακουγόταν ως «δεκατεσσάρι» για όσους, όταν πρωτοβγήκε στην αγορά, δεν ήξεραν αγγλικά ή δεν το είχαν δει γραμμένο. Υπήρχε και κάποιο σχετικό ανέκδοτο τύπου «σιμπιζάκι», αλλά δεν το θυμάμαι...

Παραλλαγή σε βιαστικό: 'κατεσάρ'.

Ρε Γιώργο, πιάσε και βάλε μου ένα μπέιμπυ κατεσάρ' στα γρήγορα!

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified