Further tags

Το παλαιού τύπου πηλήκιο του ΕΣ, προφανώς λόγω της ομοιότητας με το κάλυμμα κεφαλής των 3 ανιψιών του Ντόναλντ.

Συλλεκτική αξία έχουν πλέον, ιδιαιτέρα τα παλαιότερα αυτών σε φαιοπράσινο χρώμα, φέροντα αποσπώμενο μεταλλικό εθνόσημο. Χαρακτηρίζουν τους πανάρχαιους.

Νεότερα με επίραμμα ή (θεός φυλάξει) παραλλαγή, χαρακτηρίζουν τους νέοπες.

Συνώνυμο:
αβγό, αυγό

  1. Τι κάνεις ρε νέος, βγάλε το χιούη-λούη-ντιούη και βάλε κράνος, ξες ποιος είναι απόψε επόπτης;

  2. - Τι χιούη-λούη-ντιούη είναι αυτό; Πού το βρήκες;
    - Στους τάφους της Βεργίνας, όταν παρουσιάστηκα! Κοίτα τη δουλειά σου ρε!

(από Sasa, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.

Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).

Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα

- Μαλάκα μου, ήξερες για την Ελισάβετ ότι ντρογκάρει;
- Εσύ τι λες ρε ουφάτζα, να κοιμάμαι όπως εσύ;
- Ναι ρε φίλε, για τους μπάφους ήξερα, μου σφύριξαν ότι κάνει και τζίνα..
- Είπαμε, η γκόμενα είναι αποκαΐδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To φραπέ (= χειράντληση σπέρματος από φραπομούνα), που φτάνει ως την τελική εκσπερμάτιση.

Αντώνυμο: Φραπέ χωρίς γάλα.

Σερβιτόρα στα Σταρμπακς: Τι θα θέλατε παρακαλώ;
Παρέα σαχλών σλάνγκων: Ένα φραπέ με πολύ γάλα, χα χα χου χου, χα, σε καλό μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μouse pad στα ελληνικά.

Σύνθετη λέξη από το ποντίκι και τον διάδρομο ή διαδρομή. Όπως «αεροδρόμιο».

Υπάρχουν ποντικοδρόμια σαν χαλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φόρεμα του οίκου μόδας του Εμίλιο Πούτσι. Επίσης, σλανγκίζεται έτσι το Γκούτσι φόρεμα, που το τραγούδησε κι ο Μαζωνάκης. Είναι το φόρεμα που ενισχύει την ορθοπεϊκή ικανότητα, το προκλητικό φόρεμα.

Γκάτσμαν ο ασισταδόρος.

Μα έλα που δεν μπορώ πλέον να αντισταθώ σ' αυτό το Πούτσι φόρεμα που φοράς και στον ρυθμό που απόψε βράδυ το κορμί σου κουνάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προκάτ, αυτό δηλαδή που το βρίσκεις έτοιμο, είναι δηλαδή ψιλοξεπέτα και δεν έχει απαιτήσει μεράκι και χρόνο και κόπο και αίμα και σπέρμα και δάκρυα για να γίνει. Λέγεται και ετοιματζούρα (θηλ). Αφορά κυρίως φαγητά, αλλά και τα πάντα όλα.

- Νόστιμο είναι αυτό, ε;
- Νταξ, ετοιματζίδικο, αλλά λέει.

Got a better definition? Add it!

Published

Κωλοφτιαγμένο αμάξι, το γκαζώνεις και ξηλώνει την άσφαλτο.

Ετυμολογείται εκ του ''κτήνος'', του οποίου συνιστά προφανώς κάποιου είδους υπερθετικό. Εννοείται ότι το απλό ''κτήνος'' δύναται να χαρακτηρίζει, εκτός των αμαξιών, και σωματώδεις ανθρώπους, τεράστια κτίρια ή πλεούμενα κ.ο.κ.

Μόνο τα άλογα (η καθαρή ισχύς δηλαδή) δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί ένα τετράτροχο ως κτηνάρι. Επιβάλλεται να έχει πέσει και το καθιερωμένο στους κύκλους των καγκουροειδών ''φτιάξιμο'' (οι Αμερικάνοι το λένε και customizing).

Mια Ferrari είναι μάλλον απρεπές να την πεις ''κτηνάρι'' (διότι αυτόν που θα είχε τα φράγκα να την αγοράσει δύσκολα τον λες κάγκουρα, όπως και να 'χει). Θα την πεις απλά κι αγαπημένα ''κτήνος'', χρησιμοποιώντας παράλληλα κι άλλες κλισεδιάρικες εκφράσεις όπως π.χ. ''η καρδιά του κτήνους'' (όταν αναφέρεσαι στον κινητήρα) κ.λπ.

Δηλαδή τώρα δε φτάνουν όσα είπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν μιλάμε για γλώσσα γραβάτα, αναφερόμαστε συνήθως σε κάποιον γλειψιματία, που από το πολύ το γλείψιμο, η γλώσσα του, έχει αποκτήσει και καλά, διαστάσεις και ευλυγισία γραβάτας...

Αυτός, έχει τοποθετήσει στη γλώσσα το... μοτεράκι και ρίχνει το... μπίρι μπίρι, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Με θεμιτά μέσα, με αθέμιτα, δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα μετράει. Το αξιοπρεπειόμετρο του μόνιμα κοκαλωμένο στο μηδέν.

Όλο και... προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των κονέ του, όπως και τις τεχνικές γλειψίματος του. Ξέρει τις αδυναμίες του καθενός και τις εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν, μέσω της... ευφυΐας και της... ευελιξίας, που συνήθως διαθέτει. (βλ. μάνα της καραβίδας).

Συνεχώς ψάχνει για δόντι, για bluetooth, αλλά και για χαυλιόδοντες, που έχουν ανάγκη για κολακείες, προκειμένου να γαντζωθεί πάνω τους και να αρχίσει τις τραβηχτικές του.

- Τι γλείφτης αυτός ο Μήτσος, ρε;
- Γιατί το λες;
- Χθες στο τραπέζι του γάμου της Μαιρούλας, του σύστησαν τον πεθερό της, που είναι... γενικός γραμματέας σε κάποιο υπουργείο... και έχει τις γνωριμίες. Τότε αυτός τον πήρε, από κοντά...
- Ηθελε κάτι;
- Με τη γλώσσα γραβάτα που διαθέτει, κατόρθωσε με μαεστρία να τον απομονώσει για κάμποση ώρα από τους άλλους, να τον φέρει στα νερά του, και να του ζητήσει... τα ρουσφέτια. Κι ό άλλος του 'δωσε την υπόσχεση του. Και ξέρεις, αυτός δεν τουμπάρεταιεύκολα. Αλλά άμα πει όμως το ναι, είναι ναι. - Τον πεοδείκτη μου μέσα....

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτό που μας προφυλάσσει από το κέρατο. Σε αντίθεση με το αλεξικέραυνο, το αλεξικέρατο έχει πιο αφηρημένη σημασία και λειτουργία, επομένως μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα: ο ήρωας του Ροΐδη ας πούμε (βλ. παράδειγμα 1) θεωρεί πως το ψώνιο της γυναίκας του δεν της αφήνει καιρό για αγάπες και λουλούδια, άρα είναι αλεξικέρατο.

Ένα άλλο παλιό και δοκιμασμένο αλεξικέρατο είναι η ασχήμια: κυκλοφορεί άλλωστε από παλιά στους φιλολογικούς κύκλους το εξής ρητό: «η γυναίκα είναι σαν την μετάφραση: όταν είναι πιστή δεν είναι ωραία και όταν είναι ωραία δεν είναι πιστή».

Όπως το αλεξικέραυνο ετυμολογείται στα αλεξι- (= αυτό που διώχνει) + κεραυνός, έτσι και το αλεξικέρατο βγαίνει από τα τα αλεξι- + κέρατο.
Η λεξιπλασία αυτή είναι αναμφίβολα παλιά, αφού την συναντάμε στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», γραμμένο το 1894.

  1. (Από το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου»)
    «Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'.»

  2. (από εδώ)
    «Αν νοιώθεις έντονη φαγούρα στη κορυφή του κεφαλιού άστο μη το ψάχνεις, είναι αργά (αλεξικερατο δεν υπάρχει). Δεν γράφω άλλα μη τυχόν και διαβάζει το μπλογκ σου η δικιά μου και μάθει όλα τα κόλπα.»

Και γαμώ τα παιδιά ήταν ο Ροΐδης!! (από Cunning Linguist, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέρετρο.

- Μάγκα άραξε, γιατί θα 'ρθει το πρωινό που θα μας φορέσουνε τις ξύλινες πιτζάμες και ύστερις μεδέν εις το πηλίκον, γκεγκε;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ. ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ (από soulto, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified