Further tags

Σουβλάκι γκατζολίας.

Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η 7UP στην συμπαθέστατη Μποχαλία.

Ένα μποχάλι νερό και ένα μποχαλάκι εφταΰρι, παρακαλώ.

Βλ. και 'φτα κι' απά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκαίνουργιος.

Το φράκο μου είναι τσίλικο.

Έφτασε; (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.

- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμπλαστρο.

- Πιάστηκα άσχημα με τα βάρη που σήκωσα και σήμερα έβαλα ένα μπλάστρι να μου περάσει ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.

  1. - Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
    - Δεν πειράζει, καλή είναι.

  2. - Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Role Playing Game. Όπως υποδηλώνει και ο Αγγλικός όρος, είναι το «παιχνίδι ρόλων» (επιτραπέζιο ή video), όπου ο παίχτης διαλέγει έναν χαρακτήρα και τον αναπτύσσει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Προσοχή!: μπορούν εύκολα να προκαλέσουν εθισμό και τρελά καψίματα...

Το γνωστό:
- Ήμουνα στο RPG κι είχα φουλάρει στο mana...
- Στη μάνα σου τό 'πες;

Είχε φουλάρει στο mana :( (από Galadriel, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη νήσο Φολέγανδρο και τη σφολιάτα. Χαϊδευτικά λέγεται και σφολάκι. Προσδιορίζει με τρόπο αρνητικό την ποιότητα έμψυχου ή άψυχου υλικού.

  1. - Τι έγινε εχθές με το γκομενάκι, όλα καλά;
    - Ντάξει μωρέ, σφολιατάκι ήταν!
  1. Ξύπνησα με χανγκόβερ σήμερα το πρωί, μάλλον φταίει το κρασί πού ήταν τρελό σφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified