Σ’ ένα εναλλακτικό αλλά πολλά υποσχόμενο παρελθόν, μετά τον διωγμό των Γερμανών, την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Σοβιετικούς και την κολεκτιβοποίηση, σε ένα χωριό στην ορεινή Θεσσαλία, ο Μοέβιους Παχατουρίδης*, γνωστός και ως Κοκακόλας - λόγω του κολλήματός του με την κόκα που μασούσαν παραδοσιακά οι αγρότες στα υπηρεσιακά τους τρακτέρ, Εβραίος δεύτερης γενιάς με Πόντιο πατέρα, αποφάσισε να εγκαταλείψει την αποτυχημένη παραγωγή πατάτας και -αφού πούλησε τις τελευταίες πράσινες που είχε ως «Νέα Ποικιλία Στάρκιν» - και, σε αντίθεση με τον αδερφό του Κωστίκα Γκόλντστιν, να αναζητήσει την τύχη του στο Νέο Χαμσαΐριον των ΗΠΑ (όλο ευθεία από Αλαμπάμα, δεξιά στην Αλμπουκέρκη). Εκεί και αφού όργωσε τα αεροδρόμια διδάσκοντας μαζί με έναν άλλον τεμέτερον τον Χάρε τη Κρίσνα, αποφάσισε να κάνει κάτι με τη ζωή του και έτσι σκέφτηκε να ανακατέψει τις δυο μεγάλες του αγάπες (την κόκα και την ζάχαρη που θες μετά) με τον μέλανα ζωμό που έδιναν στα φεστιβάλ της ΚΝΕ με κουπόνια και να τα πουλήσει ως τρόπο ζωής. Από τότε άρχισε ο χρόνος σοβαρά να κυλά and the rest, as they say, is history. Η φράση, όπως την παραδίδει ο θρύλος, πρωτακούστηκε με την επιστροφή του πρωτότοκού του στην Νέα (πλέον) Κολεκτίβα από τον ιερέα του Λένιν που τον πρωτοείδε.

Στην πραγματική ζωή, η φράση αφορά και περιγράφει τη συμπεριφορά όσων, ενώ κινούνται κοινωνικά μεταξύ της τάξης των φτωχομπινέδων και των χωριατομεσαίων, επιδεικνύουν, κατά περιπτώσεις, συμπεριφορά αναντίστοιχη, κυρίως σε ότι αφορά τις καταναλωτικές τους συνήθειες και τις εν γένει χρηματοχαλαστικές τους διαθέσεις, και μάλιστα τέτοιες που θα έκαναν έναν υγιή καταθετικό λογαριασμό να λιποθυμήσει και τον Μαρξ να ξανακολλήσει με UHU τις αλυσίδες.

Εξωφρενικές αεροτομές στο Ford Ka, ηχοσυστήματα 10.000 Ευρώ σε Fiat πεντακοσαράκι, δυο μήνες διακοπές στο Πουκέτ για τον Μάκη τον βοηθό υδραυλικού, σαμπάνιες με γραμμάτια στα μπουζούκια, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, γαμοδάνεια (politically correct: νυμφευοδάνεια) και λοιπά γαμήσια και δάνεια που θα εξαγρίωναν οποιονδήποτε Μαρξιστή, είτε είναι του Καρόλου είτε του Γκραούτσο και θα έκαναν το υποκείμενο να οδεύει στη καταστροφή με την ίδια λεβεντιά που κάνει τη μύγα να φωνάζει «Άρπα την» στο παρμπρίζ.


*ένα μικρό tribute στους Α.Μ.Α.Ν.

1).(Based on a true story) -…Ναι; Τάσο; Τάσο εσύ; -Ναι! Έλα ρε μπαμπά, εγώ είμαι… -Που είστε, γαμώ το φελέκι σας;... Έρχεστε; -Ε… Όχι ακόμα ρε μπαμπά… Την Παρασκευή λέμε… -Ε;!!... Την Παρασκευή; Στην Κρήτη είστε ακόμα; -Ε… Ναι ρε μπαμπά... την Παρασκευ… -Ποια Παρασκευή, γαμώ το μυαλό σου… Ποιος θα οδηγήσει το φορτηγό ως την Παρασκευή; Ο μπούτσος μου; -Ρε μπα… -Μπαμπάκια μαλάκα. Φύγατε για πέντε μέρες και περάσαν είκοσι. Τσακίσου και η δουλειά περιμένει. Του κοκακόλα ο γιός είσαι;

2) (Based on a fictional story)
[Χορός νέων, σφριγηλών και ιδρωμένων οικοδόμων. Ο κορυφαίος του Χορού, σκυφτός, οδύρεται με ελαφριά ξενική προφορά. Ο ιερέας του Λένιν, όρθιος, με τα χέρια ανοικτά, και το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, άνω θρώσκει την καρδίαν και ψάλλει]
-[Ιερέας του Λένιν] Σώσον Λέεεενιν την καθοδήηηηγα και ευλόγησον το προλεταριάτο σου. Νίκας τοις εν βουνεύσι κατά καπιτάλων δωρούμενος και το Σον φυλλάτον δια του Σφυριού σου πολίτευμα.
-[Χορός] Πάαααπαρήγα, Παπαρήγα, Παπαρήγα, Παπάαααρηγα (κατά το «Αλληλούια»).
Στο σημείο αυτό, ο ιερέας του Λένιν πλησιάζει με τρόπο τον πρώτο του Χορού.
- Του Κοκακόλα ο γιος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Πάσα: John Black.

- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!

Porsche Cayenne. (από Khan, 19/04/11)Το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη! (από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσια (ή γουαναμπή) έχων και κατέχων που μονίμως φέρει στο στόμα ευμέγεθες πούρο εν είδει φερετζέ πλούτου και εξουσίας.

Σε αντίθεση με τον πουρόκαυλο πουροφίλ, ο πουράτος δεν είναι γευσιγνώστης αλλά ούτε καν πραγματικός λάτρης του πούρου. Η ραιζόν ντ' έτρ του τυπικού πουράτου είναι να πουλήσει μούρη κραδαίνοντας άκομψα το πιο ακριβό φουσέκι που μπορεί, κατά πεοτίμηση τ. Cohibas. Αντιθέτως, ο πουροφίλ θα επιλέξει με υπερβάλλουσα επιμέλεια το κατάλληλο χώρο και το κατάλληλο συνοδευτικό ποτό για να καπνίσει και θα σπασαρχιδίσει για μείζονα (κατ αυτόν) θέματα όπως την χρονολογία, το χωράφι προέλευσης και την υγρασία του πούρου. Πριν το ανάψει, θα συμβουλευτεί την ΕΜΥ και το μανόμετρό του για την κατεύθυνση του ανέμου, καθώς ο νοτιάς δεν επιτρέπει το απαραίτητο στέγνωμα του πούρου όταν αυτό βγει από τον υγραντήρα.

Ωσεκτουτού και εν κατακαυλείδι, ο χαρακτηρισμός πουράτος συνήθως προσάπτεται με ειρωνική και χλευαστική διάθεση σε νεόπλουτα σούργελα, επιχειρηματικούς ή / και ποδοσφαιρικούς παράγοντες και άλλα λαμόγια. Εμβληματικοί νεοέλληνες πουράτοι είναι ο Big Mac και η Γιάννα. Ο πιο τελειωμένος πουράτος που γνώρισα υπήρξε γνωστός χρηματιστής (συνώνυμος με το Επίτιμο) ο οποίος στα ενενήνταζ κυκλοφορούσε στα ελληνάδικα συνοδεία μπράβου που έφερε ένα τεράστιο υγραντήρα με πούρα τα οποία μοίραζε urbi et orbi. Winston Churchill και Fidel Castro; καμία σχέση!!!

Εκ του πούρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άτος (< Λατινικού -atus) που παραπέμπει σε πλούτο και εξουσία (π.χ. βλ. σκαφάτος, τζιπάτος, γκλαμουράτος).

Από το δουπού: Khan.

1.
Ο άντρας ο σωστός ο πουράτος, είτε καταστρέφει τράπεζες κ χώρες με στήριξη Μπένυ,είτε χρωστάει στο δημόσιο κ παίρνει ΟΠΑΠ με στήριξη Σαμαρά

2.
Ο «πουράτος» πρώην υπουργός Αλέκος Κοντός. Φέσι αξίας περίπου 5.000 ευρώ άφησε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο Αλέκος Κοντός, σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», καθώς παρήγγειλε εκατοντάδες πακέτα πούρων (!) πριν από περίπου δύο χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να πληρώσει την οφειλή του.

3.
Big Μακ aka Μάκαρος aka Πουράτος aka πολύ γέλιο λέμε

4.
Απο χθές το βράδυ στο club των «πουράτων» Προέδρων των ομάδων της Γ” Εθνικής που είναι ο Μελισσανίδης, προστέθηκε και ένα νέο μέλος.

5.
ο Αλαφούζος και οι κακοί πουράτοι καταστροφείς της όμαδας πρότυπου της προ πολυμετοχικότητας εποχής

6.
Ολοι αυτοί οι πουράτοι τι θέλουν να δείξουν δηλαδή, τον πλούτο τους, τη μαγκιά τους ; Να σας πω εγώ τι θέλουν να δείξουν: τον κακό τους το φλάρο θέλον να δείξουν και τίποτα άλλο, οι επιδερμικοί τύποι.-

(από σφυρίζων, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified