Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που την πέφτει με την πρώτη ευκαιρία στις γυναίκες.
- Πώς πήγε με τον διευθυντή;
- Πολύ μπήχτης, ρε φιλενάδα. Με το που αρχίσαμε να μιλάμε το γύρισε στο προσωπικό και στο φιλικό. Μέχρι που μου έπιασε και τον κώλο, δήθεν καταλάθος.
Δες και μπήκας.
Got a better definition? Add it!
Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.
Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!
Got a better definition? Add it!
Η εύπιστη κοπέλα.
– Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
– Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...
Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…
Got a better definition? Add it!
Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Got a better definition? Add it!
Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.
Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..
Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)
μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα
Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!
- Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου
Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος
- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...
- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified