Further tags

Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)

-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!

Στο 2:15. Απαράδεκτοι, «Πληρωμένη εκδίκηση». (από patsis, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.

-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.

Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ψηλή και ίσως άγαρμπη γυναίκα.

- Καλά, η Αλεξάνδρα του, είναι φοβερή γκόμενα!
- Σιγά την αγγούρω μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.

- Τι κοιτάει ρε ο καριόλης! Τσαμπουκά θέλει; Θα τον αρχίσω στα τάλιρα!
- Άραγκον μαν, κωλόμπα είναι. Τον κώλο παπαρούνα θέλει να σου κάνει...

0.45 και μετά (από Khan, 23/04/11)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός χαρακτηρισμός ιδιαίτερα εύχρηστος, κυρίως στην δεκαετία του '80. Κατ' αρχάς σημαίνει την γκόμενα κάποιου, ή το αγόρι της γκόμενας, αλλά είναι πολύ πιο κουλ. Επίσης σημαίνει τον κολλητό φίλο / φίλη, ή κάποιο πρόσωπο που καταλαβαίνουμε ποιο είναι αλλά για κάποιον λόγο δεν πρέπει να πούμε το όνομά του.

- Μάγκες απόψε έχει ντίσκο! Κανονίστε με τις έτσι σας και ραντεβού στην πλατεία στις 20:00!
- Μαλάκα Ηλία ψήσου να μην πεις στον έτσι να έρθει, οκ; Είναι μεγάλη λουστραρία δικέ μου!
- Κομπλέντερ η φάση Άκη! Του είπα να πάει να δει αν έρχομαι...

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι!, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζέουλο που γίνεται με χάπια, ο χαπάκιας που τρώει κουμπιά οποιουδήποτε είδους. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που λέγεται από τα άλλα πρεζάκια που δεν πολυπάνε τους χαπάκηδες.

-Ρε ψηλέ, σου περισσεύει καμιά ευρού; Είμαι τελείως ρέστος ρε μαν...
-Παρ' τον λοπού ρε κωλοχάπατο! Ό,τι έχω στην καβάντζα το φυλάω για παραμύθα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερήρωας (superhero) της Επανάστασης... Δυστυχώς δεν είχε υπερφυσικές δυνάμεις όπως η catwoman, και ούτε ανήκε στην marvel.

- Πού πας ρε καραγκιόζη;
- Της μάνας σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified