Further tags

Δεν θέλει ιδιαίτερη φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει. Είναι μια πολύ αεράτη -σχεδόν καλοκαιρινή- εκδοχή του μαλάκα.

- Κοίτα την καινούρια μου μοτοσυκλέτα.
- Πω πω μαλένγχξ...

(Ισοδύναμο με το να έλεγε: «Πω ρε μαλάκα μου, γαμάει η μηχανή. Και ταξιδιάρικη και μουράτη.. . Αλήθεια μου τη δίνεις να την πάω μία βόλτα; Θα βγάλεις και μουνί με αυτήν, θα δείς». Ναι, αλλά το καλοκαίρι με το 45άρι βαριέσαι να λες όλες αυτές τις παπαριές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.

- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το καβάτζα και πούστης, ο κοινότατος ελληνικός χαρακτήρας που συνηθίζει να βολεύει τον εαυτό του είς βάρος των υπολοίπων.

- Ρε καβατζόπουστα φέρε μια μπύρα και κατά 'δω, που τις κρατάς όλες από το μέρος σου..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουραδόμαγκας, ο ψευτόμαγκας, ο μάγκας που φοράει τακούνια, ο όχι και τόσο μάγκας τελικά!

Αναλυτικότερα, αυτός που ενώ προσπαθεί να περάσει ως πραγματικός μάγκας, τελικά αποδεικνύεται πως φοράει τακούνια. Και μιας και πραγματικός μάγκας με θηλυπρεπή στοιχεία δεν νοείται, κάνουμε λόγο για δήθεν μάγκα.

- Και του λέω «κατέβα ρε αν είσαι μάγκας» και με το που κάνει ν' ανοίξει την πόρτα, κατεβαίνω κι εγώ. Ε, και μόλις με βλέπει μπαίνει πάλι μέσα και την κάνει σπινιάροντας σούμπιτος! Κατάλαβες ο τακουνόμαγκας...

(από patsis, 19/11/09)(από perkins, 17/06/10)

Βλέπε και μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχος χαρακτηρισμός που ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις μπουχέσας και λεβιές. Αναφέρεται αποκλειστικά σε αρσενικά άβουλα όντα (συνήθως διψασμένα για κολπικά ύγρά) τα οποία δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε μια γυναίκα και καταλήγουν συνήθως όταν βρουν κάποια, να προσκολλώνται και να υποτάσσονται πλήρως σ' αυτή, ακολουθώντας πειθήνια τις επιλογές-προσταγές της. Πρόκειται επομένως για συνομοταξία ανδρών, άξια βασανιστικού και συμβολικού θανάτου (πνιγμός σε πισίνα με κολπικά υγρά).

- Τον βλέπεις βρε αχαΐρευτε τον Πέτρο τι ωραία που συμπεριφέρεται στην κοπέλα του;
- Χέσε μας ρε Τασία! Αφού μιλάμε για μπουχεσολεβιέ ολκής!

Βλέπε και βρακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ενώ της λες πώς έχουν τα πράγματα και πας να βγάλεις άκρη, εκείνη έχει πλάσει στο μυαλό της ένα σενάριο επιστημονική φαντασίας το οποίο εμπεριέχει στάνταρ ότι θέλεις να βγεις από πάνω, να την πληγώσεις, ότι δεν έχεις συναισθήματα, ότι την εκμεταλλεύεσαι όλα αυτά τα χρόνια κλπ κλπ κλπ. με αποτέλεσμα να σε κάνει να ξεχνάς τα σοβαρά πράγματα που της έλεγες και να απολογείσαι στις αηδίες που σου λέει εκείνη.

Θέλει πολλή προσοχή αυτό το είδος καθότι μπορεί να σε κάνει να πνίγεσαι από το δίκιο σου και στην τελική να μην είναι αυτό το θέμα.

- Ο Μάκης έμπλεξε με μια τύπισσα τρελή σεναριογκόμενα. Τον κατηγόρησε για πράγματα που ούτε καν τα είχε σκεφθεί ο άνθρωπος, πόσο μάλλον να τα έχει κάνει. Την έστειλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ψωλή και μπετονιέρα, αναφέρεται σε ακόλαστη γκόμενα με χαμηλές ηθικές αντιστάσεις που έχει τόση αδυναμία στις ψωλές, όση και η μπετονιέρα στο τσιμέντο.

- Αλήθεια σου λέω Τάκη μου! Είσαι ο πρώτος μου...
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή ψωλομπετονιέρα; Που για να μετρήσεις τους πούτσους που 'χεις φάει πρέπει να προσλάβεις λογιστή (ορκωτό)...

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα που σκάει να δει τον δικό της σε στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι θα αναστατώσει.

(Σκοπός νο1) - Πσσςςςςςς κοίτα ένα ξέκωλο...
(Σκοπός νο2) - Στο ύψος σου ρε, γάμησέ το το ξεφτιλοπούτανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως αρχιδάμπουρας ή αρχιδαμός. Είναι μια πιο χαριτωμενιάρικη και αέρινη βερσιόν της λέξης σπαζαρχί, καθώς σου γεμίζει το στόμα χάρη στα ποικίλα σύμφωνα τα οποία την καθιστούν εύηχη.

Αρχέλαος: - Άσε... Πλέον ο Φραγκίσκος είναι πολύ αρχιδάμπουρ...
Βρασίδας: - Ναι, τον γαμημένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified