Further tags

Ο τύπος που δεν κολλάει σε μια παρέα, αλλά την ακολουθεί κατ' εξακολούθηση -γίνεται κολλιτσίδας παρόλο που κανείς δεν του δίνει σημασία. Το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους (συνήθως λέει μόνο καλημέρα-καλησπέρα ή μιλάει μόνος του).

- Ποιοι πήγατε για καφέ μετά το μάθημα;
- Οι γνωστοί και φυσικά ο Γιάννης ο άκυρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως επίθετικός προσδιορισμός: ο άχρηστος.
  2. Ο τόσο ασήμαντος που δεν αξίζει να ζει ή να γινεται λόγος γι' αυτον.
  3. Ως επιφώνημα: άντε γαμήσου!
  1. - Πρέπει να χωρίσεις απο αυτόν τον τζάμπα ζει. Θα σου φάει τη ζωή!

  2. - Τζάμπα ζει, ρε συ αυτός. Μ' αυτόν θα ασχολούμαστε;

  3. - Τζάμπα ζεις, ρε μαλάκα! Δε το βλέπεις το φανάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός ή ο υπερβολικά αδύνατος που λόγω κόμπλεξ του αρέσει να φωνάζει και να ορθώνει το ανάστημά του αλλά ωστόσο είναι άνθρωπος της καρπαζιάς.

- Τι σκούζει ο μαλάκας ο κοκαλιάρης; Θα φάει καμιά ανάστροφη και θα προσγειωθεί στο σπίτι του σε dt.
- Ε τον τσιτσίκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τελειωμένος, ο τιποτένιος, ο εντελείως άχρηστος, ο βρωμερός (μεταφορικά).

  2. Ο οκνηρός, αυτός που μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι έχει βρομίσει το άλλο, που λέγανε κάποτε.

  1. - Άειστοδιέεαολο, πρετεντέρηδες του κερατά, χαφιέδες, που μου ποζάρετε για δημοσιογράφοι και παίρνετε εκπομπές με μισθάρες και κοροϊδεύετε τον κόσμο! - Ηρέμησε αγάπημου, κάθε φορά που ανοίγεις το κουτί θα λες το ίδιο πράμα; Σκέψου και μένα λιγάκι!
    - Δεμπα να μου γαμηθούν, τα ψοφίμια...

  2. Καλό παιδί ο Αντωνάκης αλλά πολύ ψοφίμι ρε πούστη μου... Του είπα να πεταχτεί να μου πάρει τσιγάρα γιατί δεν προλάβαινα και ετοιμαζόταν ένα τέταρτο για να βγει έξω, ώσπου δεν άντεξα και στο τέλος πήγα εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ευρύτερα από τον έτερο ορισμό που θίγει την εμφάνιση μύγα.

Το λέμε ως βρισιά για άνθρωπο που είναι τιποτένιος, ανάξιος λόγου, ουτιδανός, όπως και τα μυγοκούραδο, μυγόχεσμα και το μυγόφτυσμα, από το οποίο είναι μάλλον «σωστότερος» και συνηθέστερος τύπος.

Επίσης, θίγει και εμφανισιακά χαρακτηριστικά. Λ.χ. μικρόσωμο ή νεαρό άτομο. Η κοπέλα που είναι μικροκαμωμένη και ωσεκτουτού δεν προκαλεί εμπιστοσύνη ότι θα είναι σεξουάλα στο κρεβάτι (ενίοτε όμως εκπλήσσει). Ή γυναίκα μοντελέ ανορεξικιά.

  1. Κανει και γουαιλντ σεξ το κινεζικο μυγοφτυμα. Σε λιγο θα μας πεσει ο τοιχος-γυψοσανιδα στο κεφαλι. (εδώ).

  2. Ενιωσα αηδια και αποστροφη οταν ειδα την Γκαγκα να χρησημοποιει το πιανο του τεραστιου John Lennon ή οταν αυτο το μυγοφτυμα ο Bieber ειπε οτι δε θα δεχοταν να συνεργαστει με καλλιτεχνες οπως π.χ. η Mariah Carey (σαφως πιο καταξιωμενη και επι πολλα χρονια επιτυχημενη τραγουδιστρια). (εδώ).

  3. για αυτο ειχα κανει το ερωτημα. πως μια πραγματικα ωραια γυναικα οπως η καρυδη λογω μη στυλ δεν βγαζει την σεξουαλικοτητα που θα επρεπε σε σχεση με την ομορφια της και την βγαζει το μυγοφτυμα η ηλιακη. (εδώ).

Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified