Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.
Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι στην μόδα. Από το αγγλικό trendy (=μοδάτο, μοδάτος). Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή για αυτούς που ακολουθούν τυφλά την μόδα.
Παραλλαγή: τρέντουλας.
-Κοίτα ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ο Γιώργος που πριν δυο χρόνια μας το έπαιζε σκληρός punk τώρα είναι τρέντουλας και τρέχει στα clubs.
Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντι, τρεντόπουλο, τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι
Got a better definition? Add it!
Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)
Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.
Got a better definition? Add it!
Η κακάσχημη γυναίκα, η σαύρα, η πατσαβούρα, η γυναίκα που και αν δεν έχεις γαμήσει για χρόνια δεν της τον δίνεις, και στο δίλημμα αν προτιμάς να την γαμήσεις ή να τον πετάξεις στα σκυλιά διαλέγεις το δεύτερο. Η ρίζα είναι από την αγγλική λέξη lizzard (=σαύρα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα, αλλά στο πιο προστακτικό.
- Δεν έβγαζα άκρη στο εργαστήριο και φώναξα τον ινστρούκτορα, μου 'πε δυο μαλακίες με ύφος υπεράνω κιέτς, δεν κατάλαβα τίποτα και το παράτησα. Άντε με το μαλάκα κι αυτόν...
Got a better definition? Add it!
Ο κατώτερος, συνήθως ποιοτικά, ο δευτέρας διαλογής, ο λίγος.
Κοίτα κι εμάς τις δευτεράντζες κι ας μη μας αγαπάς. Μπορεί να μην έχουμε φεράρι, αλλά έχουμε παλαμάρι.
Got a better definition? Add it!
Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.
- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.
Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Εφαψίας.
- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.
Got a better definition? Add it!
Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.
- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που δεν την μπορεί άλλο... δεν την παλεύει. Είναι χάλια, λιώμα.
Άσε μ***α, σήμερα ο καθηγητής μας είναι unpalevable σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified