Further tags

Το ηλεκτρονικό καμάκι, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο στις μέρες μας που ο κόσμος διαθέτει εύκολα πρόσβαση στο internet. Κατά μία έννοια, είναι και πιο εύκολο γιατί έχεις χρόνο να σκεφτείς τι θα πεις. Τη «γλώσσα του σώματος» την υποκαθιστούν διάφορα emoticons (φατσούλες κλπ). Μπορεί να γίνει σε κάποιο chat (π.χ. IRC), σε sites όπως Zoo, Facebook κλπ.

- Πάλι στον υπολογιστή είσαι; Τι κάνεις πια;
- Ψήνω κάτι γκομενάκια που γνώρισα εδώ στο Facebook!
- Κόψε ρε συ το e-καμάκι και βγες έξω να γνωρίσεις κανα πιπίνι από κοντά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.

Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».

Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.

  1. Ρε τσογλάνι δεν το είδες το φλας; Στραβωμάρα έχεις; Τσόγλανε, ε τσόγλανε!!!

  2. Κάτι ήξερε η Σούλα που έδιωξε τον Μάκη! Τι να σου πω! Κι εγώ τι του ζήλεψα; Στο κρεβάτι είναι πολύ τσογλάνι.

Κλασσική φάτσα τσόγλανου δεκαετίας \'80 (από krepsinis, 05/02/09)

Βλ. και κωλόπαιδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκί με τάσεις PSE, δηλαδή Porn-Star Experience.

Η κοπέλα σου λέω τό 'χει το ξεπσέ. Πολύ απλά, τό 'χει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που αντλεί υπεροχή από τα ίδια τα λεγόμενά του χωρίς αυτά να έχουν αντίκρυσμα στις πράξεις του.

- Πάλι άρχισε να απειλεί του πάντες και τα πάντα, ότι θα τους δώσει να καταλάβουν.
- Χα. Συλβέστερ Σταλόγια ο δικός σου

(από Khan, 07/04/14)

Σχετικό λήμμα: τζάμπα μάγκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική, ακόμη πιο σλανγκ, εκδοχή του «μας κούφανες».

Προς σλαγκιστή που άστραψε με κουφό λήμμα:
-You koufed us, μεγάλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.

- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.

Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!

Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Γκέκας ονομαζόταν εκείνος που άνηκε στην αλβανική φυλή των Γκέκηδων που κατοικούσαν στη Βόρεια Αλβανία.Οι Γκέγκηδες επί τουρκοκρατίας αποτελούσαν άτακτα μισθοφορικά τάγματα και ο Αλή Πασάςχρησιμοποιούσε πολλούς απ αυτούς είτε ως δήμιους είτε ως τζοχανταραίους.

Ο Βεληγκέκας ήταν ένας απ' αυτούς.Ηταν από τη Σκόδρα και υπηρετώντας πιστά τον Αλή είχε εξολοθρεύσει πολλούς Ελληνες αρματολούς. Ωσεκτουτού η φήμη του είχε εξαπλωθεί στις περιοχές της Θεσσαλίας και Σερεας Ελλάδας και το όνομα του ήταν συνδεδεμένο με φρίκη και τρόμο.

Περιφρονούσε τον Κατσαντώνη, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν οι δρόμοι τους.Τον προσκάλεσε σε μονομαχία στην οποία και σκοτώθηκε από αυτόν.

Ως ήρωας του θεάτρου Σκιών, είναι υπασπιστής του πασά που πάντοτε δέρνει τονΚαραγκιόζη, αλλά με τη σειρά του κι αυτός δέρνεται από τον Μπάρμπα Γιώργο. Ο Βεληγκέκας στον Καραγκιόζη συμβολίζει την εξουσία που δυνάστευε τον ελληνικό Λαό.

Βάσει των παραπάνω όταν αποκαλούμε κάποιον Βεληγκέκα μιλάμε για: 1)έναν άγριο, σκληρό, ωμό,απότομο,τραχύ, ακαλλιέργητο, άξεστο, χωρίς τρόπους άνθρωπο.

2)κάποιον που λειτουργώντας ως υπέρτατος υπερασπιστής των συμφερόντων ενός εργοδότη, μοστράρει τουπέ και ύφος 1000 καρδιναλίων γαρνιρισμένο με μπόλικο τσαμπουκά (π.χ: κάποιος προσωπάρχης,κάποιος μπράβος,κλπ)

  1. «Τακτικές Βεληγκέκα» απέδωσε στον υπουργό Γεωργίας Αλέκο Κοντό, λόγω των τραμπουκισμών του, η βουλευτής της ΝΔ Π. Φουντουκίδου.
    Δες

2.Στις 20 Μάη του ζητήσαμε αντίγραφο της γνωμοδότησης, αλλά με ύφος Βεληγκέκα αρνήθηκε να μας το δώσει.
Δες

Ο original Βεληγκέκας αριστερά κι ο Κοντός ως Βεληγκέκας δεξιά(βλ.παράδειγμα 1) (από GATZMAN, 10/02/09)Κατσαντώνης (από GATZMAN, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμωτής, που έχει το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο Βιετνάμ και που, σε κουρεύει όπως θέλει εκείνος, παρά τα δάκρυά σου.

Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.

Ραμπωτής που σου χρειάζεται ρε μάλετ!

από το Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά, εκδ. Intro 2007.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified