Further tags

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο milf που σημαίνει «mother I'd like to fuck», δηλαδή «μαμά που θα ήθελα να μπηπ», δηλαδή «μεσόκοπη, ώριμη γυναίκα(ρα) που θα ήθελα να μπηπ».

Επί το σλανγκικότερον: Μιλφέιγ, μιλφού και μιλφατζού. Το μεγάλο δίλημμα του εραστή είναι: Μιλφέιγ ή παστάκι; Ή και νουαζέτα, για τους πιο προχωρημένους. Το αρκτικόλεξο milf έχει οδηγήσει σε μια σειρά από αντίστοιχα αρκτικόλεξα, άπερ παρακάτω:

gilf = granny I'd like to fuck.
dilf = daddy I'd like to fuck.
gilf = grandpa I'd like to fuck.
hilf = hydraulicus I'd like to fuck.
shilf= Sakis hydraulicus I'd like to fuck.
silf = souvlatzis I'd like to fuck.
bilf = betatzis I'd like to fuck.
silf = Slangos I'd like to fuck.
cilf = carcinoslangosaurus I'd like to fuck.
filf = fatty I'd like to fuck.
nilf = nanos I'd like to fuck.
kilf = kipouros I'd like to fuck.
albilf = Albanian I'd like to fuck.
rilf = Romanian I'd like to fuck (no pun intended)
pilf = proistamenos I'd like to fuck
shrilf = shrink I'd like to fuck.

Και πολλά, πολλά άλλα...

Σλανγκοφοριάζουσα: Άσε, αυτός ο καβουροσλανγκόσαυρος είναι σκέτη κόλαση! Σωστό cilf! Πολύ τακτικός, πολύ νοικοκυρεμένος, πολύ εργατικός, καβουροσλανγκοσαυράκι για σπίτι! Δουλεύει σαν albilf σου λέω!
Φίλη της: Ηλικίες έχουμε τεστάρει; Κι αν σου βγει κανάς gilf;
Σ.: Αξίζει τον κόπο η προσπάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο τελευταίος των Μοϊκανών», αποτελεί μυθιστόρημα του συγγραφέα Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Το 1992 γυρίστηκε η ομώνυμη ταινία με σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα αυτό.

Σύμφωνα με το στόρι, όταν οι Αγγλογάλλοι μάχονταν για τον έλεγχο των αμερικάνικων αποικιών της βόρειας Αμερικής, κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, ο Μοϊκάνος Μόχοκ, ένας εκ των τριών τελευταίων της φυλής του, προσπαθούσε να σώσει την ετοιμοθάνατη φυλή, τις πολιτισμικές της αξίες και τα έθιμα της, κόντρα στους λευκούς που επιθυμούσαν να την εξαλείψουν.

α) Οταν χαρακτηρίζουμε κάποιον ως τελευταίο των Μοϊκανών, μιλάμε για κάποιον που εξακολουθεί να εμμένει σε κάτι, για κάποιον που ενστερνίζεται παλιές αντιλήψεις, όταν τα υπόλοιπα άτομα του συνόλου, τις θεωρούν παρωχημένες, τις αντιμετωπίζουν απαξιωτικά, τις έχουν απορρίψει.

β) Επίσης, ως τελευταίος των Μοϊκανών, μπορεί να θεωρηθεί κάποιος που ανήκε σε μια ομάδα (π.χ.: ηλικιακή ομάδα, κάστα, ομάδα επαγγελματιών), που τα μέλη της τώρα έχουν αποδεκατιστεί εντελώς.

  1. Διαμαρτυρήθηκε έντονα και ενημέρωσε τη διεθνή κοινή γνώμη ο μοναχικός αγωνιστής, κ. Τάσσος Παπαδόπουλος, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τελευταίος των Μοϊκανών.
    Δες

  2. ο Μίκης Θεοδωράκης πρότεινε: «Πρέπει να επανέλθουμε στους μεγάλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, στους Κινέζους, στους Ινδούς, στους Πέρσες, στους Εβραίους κ.λπ., διότι αυτοί οι λαοί πάλεψαν ενάντια στις δυνάμεις του χάους για να δημιουργηθεί ο σημερινός άνθρωπος της ελευθερίας με τη δημιουργία του Μπετόβεν. Αν συνεχιστεί αυτή η επίθεση των δυνάμεων του χάους, ίσως έχουμε μέσα μας το αρχαίο εφεύρημα του Δούρειου Ίππου, και η Ομορφιά, η Τέχνη κ.λπ. γίνουν περιττές για τα παιδιά μας. Φοβάμαι ότι αυτό ήδη έχει αρχίσει να γίνεται, εγώ είμαι ο τελευταίος των Μοϊκανών. Σήμερα μπορεί να υπάρχουν μεγαλοφυΐες, αλλά μπορεί να μην υπάρχουν οι παραλήπτες, εγώ αισθάνομαι μεγάλη μοναξιά».Σε αυτό το σημείο επέρριψε σημαντικές ευθύνες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διότι δημιουργούν μια ψεύτικη αίσθηση αρμονίας.
    Δες

  3. Για το σήμερα δηλώνει ότι αισθάνεται ερημιά, μοναξιά και θλίψη, λέγοντας ότι είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών. Δες
    Πέρι Μητσοτάκη ο λόγος.

  4. Με την διάλυση της “παλιοπαρέας” και τον υποβιβασμό στην Β`Εθνική ο Σκοπελίτης κατάλαβε ότι οι μέρες του στην ομάδα τελειώσαν…Έμεινε κυριολεκτικά,ο τελευταίος των Μοϊκανών.
    Δες

  5. Ο κυρ Σπύρος Κούδας μέχρι πρότινος ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών στην Πίνια. Το λιλιπούτειο ιχθυομαγειρείο του απέναντι από κυλωτάδικα, καλτσάδικα και ρουχάδικα και μερικά ψαράδικα ήταν ό,τι είχε απομείνει από έναν δρόμο ο οποίος είχε ταυτιστεί με το εμπόριο ψαριού εδώ και αιώνες.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί νεαρής ηλικίας ή απλά το παιδί πριν από την εφηβεία. Λέξη ευρύτατα γνωστή στο Πανελλήνιο.

Η προέλευσή της είναι τουρκική [τουρκ. küçük: «μικρός»]. Στη Θεσσαλία χρησιμοποιείται και ως «κούτσ(ι)κο» [πληθ. «κούτσ(ι)κα»].

  1. - Ρε, ο Νίκος δεν είναι αυτός; Νίκο...
    - Κωστή, μην μου πεις ότι είσαι εσύ... Ρε μαλάκα, από το στρατό έχουμε να τα πούμε!
    - Τι γίνεται ρε ψυχή, πού βρίσκεσαι;
    - Εδώ στην Αθήνα, με γυναίκα και τρία κουτσούβελα!
    - Τρία κουτσούβελα; Να σου ζήσουν ρε σειρούλα!

  2. - Τι γίνεται με το μεταπτυχιακό;
    - Τι να γίνει; Το σίγουρο είναι ότι με δύο κουτσούβελα να τρέχουν πάνω κάτω τα πρωινά, δεν θα τελειώσει ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο μουτσούνα περιγράφουμε την αποκριάτικη μάσκα, αλλά και τη μάσκα γενικότερα. Η κλασική μουτσούνα αναπαριστά πρόσωπο με έντονα χαρακτηριστικά, συνήθως μεγάλη μύτη και μεγάλα μάτια, υιοθετώντας στυλ grotesque. Η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. musone], σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη μεταφράζεται ως «που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια».

Χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό σε επίθετα, π.χ. «κακομούτσουνος».

Κατά περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μουσούδα ζώων.

  1. Σχόλιο blogger:

Ποσο μπορεις να κρατήσεις τη μουτσούνα κολλημένη στη μούρη σου; Οχι πολύ, εκτος πια αν εχει ερθει κι εχει γινει ενα με τη μουρη σου, θα αρχισεις να ιδρώνεις, να σκας, θα χαλαρώσεις, και κάποια στιγμή θα τη βγάλεις... Κι ο σοβαρός θα γινει χαβαλεδιάρης, κι ο χαβαλεδιάρης θα βγει σοβαρός, κι ο μουτζούφλης θανεβει να χορεψει στα τραπέζια...

  1. Έτερο σχόλιο blogger:

Δε φοράω καμιά μουτσούνα. Δεν έχω ανάγκη να κρύβομαι. Δεν έχω καμιά ανάγκη. Νομίζω πως είμαι λεύτερος. Ναι ΛΕΥΤΕΡΟΣ!! αυτό νομίζω πως είμαι. Λεύτερος!
Αλλά τι σημασία έχει; Ελάχιστα πράγματα πια μοιάζουν να έχουν σημασία. Κάποια πρακτικά ίσως. Για τα υπόλοιπα δε νοιάζομαι. Τα παίρνω όπως έρθουν. Αυτά που λες Μαρία!

Με την καλή έννοια (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για το σεξ, καθώς γκαζόν ιδίως στην γαλλοτραφή σλανγκ είναι η μουνότριχα (με την κυριολεκτική έννοια). Και, ως γνωστόν, η αγάπη είναι σαν ένα ευαίσθητο φυτό, που πρέπει να το προσέχουμε και να το ποτίζουμε (με σπέρμα).

Σημειωτέον ότι:

  1. Η έκφραση έχει την συντακτική μορφή των εκφράσεων τύπου την τρίζει την όπισθεν, αλλά αναφέρεται κυρίως στον στρέιτ εραστή και την γυναίκα γκόμενά του, κι όχι σε πούστη τοιούτον.

  2. Είναι λίγο παρώ λόγω τριχοφοβίας και ξυριζαιδοίζειν. Αλλά δεν κωλώνουμε, θα συνεχίσουμε να την χρησιμοποιούμε κουφάλα τριχοφοβικέ!

  3. «Το κουρεύει το γκαζόν» είναι η ενδεδειγμένη έκφραση για το ξυριζαιδοίζειν.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο, Mes.

Λάουρα: Και για πε μου, Λίλιαν, το ποτίσατε το γκαζόν με τον Αρίστο;
Λίλιαν: Ποιο; Το κουρεμένο;

Is that a ποτιστήρι or are you happy to see me? (από Vrastaman, 11/03/09)Στο 0:44, απο το «Στρέιτ Στόρι» του Βλαδίμηρου Κυριακίδη. (από vikar, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψεύτικο, το μούφα, το μουσαντέ, υποτιμητικά.

– Ε, το βλέπεις εκείνο το Λίλιαν εκεί στη γωνία; Θα πάω να της την πέσω!
– Τι να της κάνεις εσύ αυτηνής ρε γκόμενε ιμιτασιόν; Αυτή είναι καρακουκλάρα, μ' εσένα τι να κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Δώσε βάση στη στενσιλιά! (από Khan, 21/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «γκιαούρης» είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους άπιστους, τους χριστιανούς, από τους Οθωμανούς. Συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη λογοτεχνία, με στόχο να καταδείξει το μίσος των αλλόθρησκων εναντίον των χριστιανών. Λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. gâvur, δάνειο από τα Φαρσί - gäbr 'πυρολάτρης'].

  1. Από blog στο διαδίκτυο:

Αυτό συμβαίνει γιατί στερούμαστε Δικαιοσύνης, αγάπης, ειρήνης, κατανόησης. Ποτέ δεν βάλαμε τον εαυτό μας στην θέση του άλλου. «Είσαι αρμένης; Να ψοφήσεις. Είναι Ρωμιός; Να πάθεις τα χειρότερα, βρώμιε γκιαούρη». Με τι καρδιά τα λέμε όλα αυτά; Ποιοι είμαστε τελικά; Έχετε ακούσει κανέναν να λέει: «Ας ακούσουμε τα παράπονα των Κούρδων;». Μήπως οι αριστεροί συζήτησαν από την τηλεόραση τα γεγονότα του παρελθόντος; Λογοδότησε η νοοτροπία που θεωρεί του Αλεβίτες ανύπαρκτα όντα;

  1. Στίχοι ρεμπέτικου άσματος:

Όταν του έρθει ο σεβντάς
πεθαίνει ο γκιαούρης,
τότε γεμίζει ο ντουνιάς
και βγαίνει ο καμπούρης.

Το παλληκάρι της σκιάς
με το μακρύ το χέρι
ανάβει το φως της καρδιάς,
αθάνατο ξεφτέρι.

Είναι ο μύθος του φτωχού,
του λόγου παραστάσεις,
κι έγινε θρύλος του λαού,
του γέλιου αντιστάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Θεωρούνται τα δίδυμα παιδιά που γεννιόνται με ενωμένα κορμιά και γι' αυτό έχουν συνήθως, ορισμένα κοινά όργανα.

Ονομάστηκαν έτσι από τους δίδυμους: Τσάνγκ και Ενγκ επειδή γεννήθηκαν στο Σιάμ (Ταϊλάνδη). Αυτοί γεννήθηκαν ενωμένοι στο στήθος.

Αυτοί παντρεύτηκαν δύο αδελφές, απέκτησαν 18 παιδιά και έζησαν μέχρι τα 63 τους.

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, όπου κατά την αντίληψη κάποιου, θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος, παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Αυτές θα μπορούσαν να αφορούν:

α) κάποιους πολύ κολλητούς και αχώριστους φίλους. (βλ. παρ. 1)

β) εξαρτώμενα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, ιδρύματα, οργανισμούς, κ.λπ. (βλ. παρ. 2)

γ) εξαρτώμενες έννοιες, αξίες, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)

  1. Λίλιαν:Ρε Λαουράκι, ο Πέρι κι ο Μένιος τριγυρνάνε σαν σιαμαίοι τον τελευταίο καιρό. Εντάξει. Λένε πως έχουν γίνει οι...κολλητοί, αλλά... Λάουρα: Ti; Λες να το τρίβουν το πιπέρι;

2. -Εκκλησία και πολιτεία είναι σαν σιαμαίοι αδερφοί, που κανείς δεν μπορεί να τους χωρίσει γιατί, τότε ο ένας από τους δύο θα πεθάνει.
Δες

  1. πουστιά και η πουτανιά είναι σιαμαίες αδελφές, γιατί κι οι δυό βασίζονται, στην ατιμία και στην μπαγοποντιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified