Further tags

Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!: Αντίστοιχα από τη σερβική τηλεόραση, η γεμάτη υπονοούμενο διαφήμιση του Wash & Go: Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!

- Η γκόμενα Μήτσο είναι α' διαλογή σου λέω... κι έχει και γκαρσονιερικό έξτρα στου Παπάγου!
- Χμμ... χεμ κρεμ- χεμ σαβόν που λένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεορασόπληκτος. Ο αποβλακωμένος τηλεθεατής. Ο τηλεφάπας. Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Λέγεται και τηλεμαστούρης.

Από το πρόθεμα τηλε- και την αγγλική λέξη junkie= εθισμένος, πρεζάκιας.

Η Μαρία είναι τηλετζάνκι. Για να βγεις ραντεβού μαζί της, πρέπει να έχει ποδόσφαιρο στα μισά κανάλια και μπάσκετ στα υπόλοιπα.

Τελειωμένος... (pop art) (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αμερικανική σλανγκ ο υποτακτικός μαζόχας γκέι, από λογοπαίγνιο μεταξύ του subway = υπόγειος (σιδηρόδρομος, διάβαση) και submissive = υποτακτικός, μαζόχας. Το «υπόγειος» έχει γενικά έναν ψιλοσεξουαλικό υπαινιγμό. Σύγκρινε τα μετρό και μετροπόντικας. Το καταχωρίζω, επειδή η έκφραση έχει καταστεί διεθνής.

Όχι μόνο γκέουλας, αλλά και sub ο Λούλης! Τον προχωράει τον μετροπόντικα!

(από Khan, 13/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά από τα αγγλικά του trannie, (κατά τα grannie, nannie κ.τ.ό.), το οποίο σημαίνει την τρανή τρανσέξουαλ.

Άλλωστε το τρανή συγγενεύει με τα αρχαία τορός, τείρω και τόρνος.

- Δηλαδή ο Παναής έχει τώρα γίνει τραβέλι;
- Κόψε κάτι!
- Τι; Τρανή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις.

Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό. Προτείνω, λοιπόν, τον όρο «γλεντζές», που αφενός είναι κοντά στο αγγλικό gay= χαρούμενος, και αφεδύο, είναι κοντά στο σλανγκικό πισωγλεντζές και πισωγλέντης, αλλά χωρίς να είναι χλευαστικό.

Ο μεγαλύτερος γλεντζές του σάιτ είναι ο Πέρι. Και μην τις ακούτε αυτές τις δηθενιές ότι και καλούα κάνει περιποίηση προσώπου στην Λάουρα, αυτά είναι για να ριχτεί στάχτη στα μάτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο.

Χαρακτηρισμός προσώπου, διαβόητου για την ικανότητά του να συλλέγει και να διαδίδει πληροφορίες, πολλές από τις οποίες θα ήταν δύσκολο να πέσουν στην αντίληψη ενός κοινού ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες.

Αλλιώς, ο υπερβολικά κουτσομπόλης άνθρωπος, η Σούπερ Κατίνα (αναφέρεται και στα δύο φύλα).

- Ρε Ιεροκλή, τα 'μαθες για τη Σούλα και το Μπάμπη; Τον έκανε τσακωτό με τη Πόπη και χώρισαν!
- Καλά ρε Μητσάρα, είσαι και πολύ Ρόιτερ μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός συνήθως για γκόμενα καλής ποιότητας.

- Βγήκα με μία χθές.. άσε...
- Τι, καλή;
- Μόνο καλή; Καληφόρνια...

Καλη...ομάδα!Πάρε να χεις ρε φίλε (από nasos, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιταλός, υποτιμητικά.

Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».

- Α, εγώ με ξένους δεν πάω. - Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντεμί άντρας, βλ. σερνικοθήλυκος. Από γαλλική λέξη για το «μισός», αν δεν έχετε μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.

Φτάνει πια με τους ιμιτασιόν, τους ντεμί άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified