Further tags

Ο μουτζούκος είναι ο καημένος κάτοικος Δυτικών Προαστίων που τον κράζουν μονίμως για τις μουσικές του επιλογές -δεν φταίμε εμείς που είναι παλιομεϊνστριμάς του κερατά. Τον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνάει και καμιά κιθάρα για να ρίξει κάνα γκομενάκι μπας και γαμήσει κι αυτός ποτέ.

Θα τον καταλάβετε από το κουταβίσιο βλέμμα, τα καρώ πουκάμισα και τα στενά, πολύχρωμα παντελόνια που τονίζουν το θεσπέσιο κωλί του. Αναπόσπαστο κομμάτι είναι φυσικά οι γραβάτες και τα τζάρβικα γυαλιά που του δίνουν -υποτίθεται- ένα κατιτίς παραπάνω εμφανισιακά. Μακρύ μαλλί απαραιτήτως.

Ιστορικά ίνφο: Τύποι σαν τον μουτζούκο έχουνε ένδοξο παρελθόν στις φρατζοφορίες. Πρόγονοί τους είναι τα Αρκουδάκια της Αγάπης.

- ... και τι μουσική ακούς ρε φίλε;
- Εεεε βασικά, Caspian.
- ΟΥ ρε παλιομουτζούκε!

Επαιξε στη σειρά, εραστής δυτικών προαστείων ενσαρκώνοντας τον ομώνυμο ρόλο. Mουτζούκος;  (από GATZMAN, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.

- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικάς, τουρκική προέλευση, σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Επίσης πεφτοπηδίκουλας, καζανόβας.

- Κάτω τα χέρια σου από μένα γιατί έμαθα ότι είσαι μεγάλος ζαμπαράς.

(από iwn, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό şaşkın που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος σε σύγχυση. Σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να εκτείνεται και μέχρι χαζός, βλάκας, ντελήσαββας, ντελημπάσχος.

Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι' αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Βλ. και σερσερής, σερσέμης.

  1. - Λοιπόν, πάρε τα σάντουιτς, βάλε και δυο κοακόλες σε μια άλλη σακούλα και πάν' τα στον Τέξας, στο προποτζίδικο.
    - Ναι.
    - Κόκα-κόλες σε είπα.
    - Α, ναι.
    - Σε άλλη σακούλα.
    - Α, ναι, ναι.
    - Τι ναι και ναι, άντε, τελείωνε. Πού πας ρε σασκίνη, τα σάντουιτς δεν θα τα πάρεις;
    - Α ναι...

  2. - Θα δούμε τον αγώνα απόψε, έτσι;
    - Αμάααν! Το ξέχασα και κανόνισα με το μωρό σινεμά.
    - Α βρε σασκίνη, κάτσε τώρα να δεις τον Κισλοφσκι σου ενώ παίζει η Παοκάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Σημαίνει το αντισυμβατικό σεξ που έχει μεγάλη δόση πειραματισμού, περιέργειας, και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;, ανωμαλίας.

Στα αγγλικά ετυμολογείται από το ναυτικό όρο kink που σημαίνει συστροφή σχοινιού (πρώτη μαρτυρία το 1670). Το επίθετο kinky με την έννοια της εκκεντρικότητας μαρτυρείται από το 1889, ενώ με την έννοια της σεξουαλικής διαστροφής από το 1959. (Δες).

Στα ελληνικά παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εισαχθείς τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στον γούγλη εμφανίζεται άλλοτε με αγγλικούς χαρακτήρες, άλλοτε ως κίνκι κι άλλοτε ως κίνκυ. Στην ιδιόλεκτο της σαδομαζοχιστικής κοινότητας αποτελεί μέρος μιας διαβάθμισης που προοδεύει στην ανωμαλία ως εξής: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSM (=Bondage Sado-Masochism, ήτοι σαδομαζόχες για δέσιμο).

Επομένως, το κίνκι είναι βασικά το αντίθετο της βανίλιας, το αντίθετο του οικογενειακού, ιεραποστολικού, γουτσιστικού γκουφουέ σεχ. Από την άλλη έχει αυτήν την λεπτή διαφορά από το fetish, ότι όπως το θέτει η Βικούλα, το κίνκι προωθεί την οικειότητα και την ένταση του μοιράσματος και της εμπειρίας μεταξύ των παρτενέρ, της αλληλοπεριχώρησης, που λέω κι εγώ, ενώ το fetish φτάνει αντιθέτως έως την απροσωποποίηση του σεχ και μπορεί και να παρακάμπτει το πρόσωπο του σεξουαλικού συντρόφου. Λέμε τώρα, γιατί στην γλωσσική πράξη το κίνκι είναι συχνά γενικότατος όρος που περιλαμβάνει παν το μη βανίλια (από ένα απλό δέσιμο μέχρι νεκροφιλία με τον παππού σου). Για να αποτολμήσω πάντως ένα παράδειγμα, το ποδοφραπέ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κίνκι, ενώ η γοβολατρεία fetish. Ομοίως, η σπερματογαργάρα είναι κίνκι, άλλα άμα επιμένεις ο εραστής σου να χύσει μέσα στο ποτηράκι του σάκε, και συνεχίζεις να το γλείφεις ακόμη και μετά την τελευταία ρανίδα του σπέρματός του, τότε καθίστασαι φετισύποπτος. Το φετίχ, δηλαδή, έχει σχέση με την ηδονοποίηση ενός αντικειμένου, ενώ το κίνκι με τον πειραματισμό ως προς τον παρτενέρ. (Όλες βέβαια αυτές οι διακρίσεις μεταξύ φυσικού και τεχνητού χρήζουν εντέλει αποδομήσεως, όπως θα μας έλεγε και ο Jeanoir).

Για να πάρουμε μια γεύση από κίνκι, θα περιελάμβανα σ' αυτό δραστηριότητες, όπως: δέσιμο με χειροπέδες, σχοινιά και ταλιμπάν, λιώσιμο κεριού πάνω στο σώμα του ερωμένου / της ερωμένης, χρήση γαμπρών, σεξ με καρπούζια, σεξ με σαντιγί, σοκολάτα, σούσι, αεροπλάνα, ποδήλατα, χέρια, μαχαίρια, φίδια (όχι φίδια!), πού 'λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, φραπέ με χέρια, πόδια, βυζιά, μασχάλες, αυτιά, ρουθούνια, πάρτυ με ούζα και με ταλιμπάν.

Σημειωτέα, τέλος, δύο τινά: α) Το κίνκι συχνά έχει μια αρκετά θετική αξιολογική σημασία για να χαρακτηρίσει έναν κουλ τύπο. Το urban dictionary ορίζει (μεταξύ άλλων) το κίνκι ως μια σύνθεση πουτανιάς και χαριτωμενιάς (slutty & cutie at the same time). β) Η λαϊκή φαντασία ανιχνεύει κινκοσύνη κυρίως σε πρόσωπα πέραν υποψίας, λ.χ. στις γνωστές χαμηλοβλεπούτσες, σε χοντρές τόφαλους, ή σε θεούσες. Ενίοτε, δηλαδή, υποπτευόμαστε κινκοσύνη ως υπεραναπλήρωση σεξουαλικής στέρησης. Ή ερμηνεύουμε μέσω αυτής και φαινόμενα τ. Γιόκο Όνο.

  1. Νήμα: Οι γυναίκες καταπίνουν το σπέρμα; (εδώ):

- Καλό είναι τα τα καταπίνει...αλλά άμα τα κάνει και γαργάρα μιά χαρά μούρη σου πουλάει και μένεις και λακαμάς:Ρ
- Συγνωμη Στατουλη...εσυ απο εκει καταλαβαινεις αν η αλλη κανει καλο στοματικο;;Με το να τα καταπιει;;Αμα στο κανει ετσι αλλα για δικο της λογο δεν γουσταρει βρε αδερφε να τα καταπιει,χωρις να εχει κατι προσωικο μαζι σου δεν σαρεσει να σε εχει στο στομα της;;;;
- Δίνει άλλη χάρη η γαργάρα. Είναι πιο κίνκι. Γααργαρρρργγρρρ..δοκίμασέ το και θα τον καταπλήξεις.

  1. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να είναι Kinky η κοπέλα για να κάνει γοβολατρεία. Εαν δεν είναι kinky ειναι δύσκολο να το κάνει και ας αγαπά τον άνδρα. Δεν μπορούν καταλάβουν οι μη kinky γυναίκες το θέμα της πατουσολατρείας και γοβολατρείας. Οι μη kinky γυναίκες είναι οι Νο 1 υποψήφιες που βρίσκουν το όλο θέμα ανώμαλο, χαζό, βλακώδες, άσκοπο, κλπ.... Επίσης πρέπει να της αρέσει να φορά γόβες+μπότες. Υπάρχουν γυναίκες που για διάφορους λόγους δεν φορούν ψηλοτάκουνα. Αυτές οι γυναίκες νομίζω πως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα λεπτο ζήτημα που λέγεται γοβολατρεία. Από την άλλη δε σημαίνει πως πρέπει και η γυναίκα να φορά κάθα μέρα high-heels. Πρέπει όμως να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ψηλοτάκουνα.Οπότε στις αρχές της σχέσης ρωτά κάποιος την κοπέλα εαν θεωρεί τον ευατό της kinky. Εαν απαντήσει όχι, τότε μάλλον η σχέση καλύτερα να μη συνεχιστεί, διότι γοβολατρεία γιοκ...
    (εδώ)

  2. - Ακόμα χοντρή είναι και πλέον συζούν και όλας. Πλέον όμως δεν μας κάνει παρέα γιατί κανένας δεν συμπαθεί την γκόμενα του. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κολλάνε έτσι μερικοί άνθρωποι.
    - Οι χοντρές είναι κίνκυ. Δεν ξέρεις τι παίζεται.
    - Οι κίνκυ χοντρές είναι γκόμενες που έχουν κάνει τα πάντα. Βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση που είναι ικανές να κάνουν το χειρότερο πάνω στο σεξ. Αηδιαστικά πλάσματα. Σε αντίθεση με τις αξιοπρεπείς χοντρές που δεν κάνουν σαν τραβεστί στη συγγρού που δεν έβγαλαν τα αναγκαία.
    - κίνκι ξε-κίνκι δεν κάθεσαι με γκόμενα που σου απαγορεύει να βλέπεις τους φίλους σου
    (εδώ).

  3. Εντάξει, θα μπορούσαν να το θέσουν κι αλλιώς. Θα μπορούσαν να γράψουν π.χ. ότι ο Διάκος ήταν γκέι και ο θάνατος του προέκυψε από κάποια ατυχή έκβαση σε κίνκυ παιχνιδάκια με τους Τούρκους φίλους του. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στους όψιμους αναθεωρητές. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά πρόσφατη σλανγκ - αμερικλανιά. Εκ των captain (=καπετάνιος, λοχαγός) και obvious (=προφανής), το οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στον υπερήρωα των κόμικς Captain America.

Λέγεται με διάθεση σαρκασμού, για κάποιον που τονίζει -αν και καλοπροαίρετα τις περισσότερες φορές- το προφανές ή το αυτονόητο. Γίνεται δηλαδή, ειρωνική ταύτιση του εν λόγω ατόμου με υπερήρωα (λέμε τώρα), που σώζει τη κατάσταση με τις (επίσης λέμε τώρα) πολύτιμες παρατηρήσεις του.

- Λάκη βρέχει, βγάλε την ομπρέλα.
- Κι εγώ που νόμισα ότι μ' έφτυσε ο θεός... να 'σαι καλά captain obvious!
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified