Η πουτάνα με άλλα λόγια...
ΟΥ ΜΩΡΗ ΓΚΟΝΤΩΣΤΡΑ!!!
Η πουτάνα με άλλα λόγια...
ΟΥ ΜΩΡΗ ΓΚΟΝΤΩΣΤΡΑ!!!
Got a better definition? Add it!
Κατά το «ο βήχας και τα λεφτά δεν κρύβονται». Υπάρχει και το «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται». Το λέμε σε περιπτώσεις έκδηλης πουτανιάς, όχι τόσο κυριολεκτικά, αλλά κυρίως όσον αφορά στην εξωτερική εμφάνιση. Λέγεται ακόμη και για τις πολύ κοκέτες, πάντως σε καμία περίπτωση δεν απαντά σε αρσενικό γένος.
- Σσστ, Μήτσο! Δες ένα ξέκωλο που μπήκε!
- Ασ' τα, ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται...
- Δες, τι φοράει το Δεσποινάκι! Φαίνεται το μουνί της!
- Ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.
- Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
-Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;
- Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
- Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με την οποία προσφωνούμε άτομο το οποίο θέλουμε διακαώς να βρίσουμε, αλλά δεν μας βγαίνει, είτε λόγω συμπάθειας, είτε επειδή η θέση μας δεν το επιτρέπει, π.χ. προϊστάμενος, διευθυντής κλπ. Συνήθως η εν λόγω έκφραση λέγεται ως χαιρετισμός, αλλά μπορεί να ειπωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή το κρίνουμε σκόπιμο.
Πιθανόν η προσφώνηση να προήλθε από παραφθορά: «μουνί» -> «μουνάκι» -> «μουνάκι της χαράς», καθώς το μεν «μουνί» ακούγεται πρόστυχο, το δε «μουνάκι» χυδαίο. Τα παραπάνω γίνονται φανερά αν κάνουμε την εξής ερώτηση:¨
Παρατηρήστε επίσης πώς το «ρε» παρασύρεται σε «βρε» μέσα από την αλλαγή διάθεσης που επιφέρει το εν λόγω λήμμα.
Got a better definition? Add it!
Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.
Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».
Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.
Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!
Got a better definition? Add it!
(ουσ., θηλ.). Άκρως slang λέξη του θυμόσοφου ελληνικού λαού. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις λέξεις ξινομούνα, φαρμακομούνα, αραχνομούνα, στρειδομούνα.
Συνήθως της προσδίδεται μεταφορική έννοια, για να περιγράψει το νευρικό (''πάλι έχω τα νεύρα μου σήμερα'') δύστροπο, απροσάρμοστο, ξινό, υπεράνω έως κι αντικοινωνικό θηλυκό.
Επίσης συχνά αναφέρεται σε μια κατά τα άλλα νορμάλ αλλά πολύ ντεκαβλέ (''ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γαμούσα'') γκόμενα.
Εξαιρετικά σπάνια δε, συναντάμε τη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια, ανεφερόμενη σε θηλυκά με αποκρουστικά τρισάθλιο μουνόγαλα.
- Τι μουνέτο είναι αυτή η Μαρία ρε συ!!
- Καλό ρε Νίκο δε λέω... Αλλά πολύ πικρομούνα από ό,τι λένε..
- Μακριά από μας........!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.
- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.
Got a better definition? Add it!
Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.
Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.
- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε...
- Πω πω ξεκάβλαααα!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός θήλεος.
Η περί ούσας ενδείκνυται μόνο δια μια συνεύρεση, τη τελέσει δε της πράξεως επιβάλλεται ο αποκλεισμός μελλοντικού συναγελασμού άπαξ και δια παντός, εν ανάγκη και με δραστικά μέτρα.
- Το βραδάκι Μάλια;
- Ωχ μωρέ, αφού δεν τις μπορώ τις Σούζαν και τις Χέδερ. Είναι πούτσο και γκρεμό!
- Τώρα, αυτό εμένα γιατί πρέπει να με χαλάει;
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ο οποίος απευθύνεται σε θηλυκό (συνήθως 16 και άνω χωρίς άνω φράγμα), ο οποίος υποδηλώνει ακόρεστη επιθυμία για σεξουαλικές περιπτύξεις οποιασδήποτε μορφής, αρκεί αυτές να καταλήγουν σε επαφή με τον πούτσο.
Από μικρή ήταν καλό ξεκωλάκι, αλλά τώρα που ξεπετάχτηκε έγινε μια λαχταροψώλα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!