Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.
- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.
Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.
- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».
Επίσης:
Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!
Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.
- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.
Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.
Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!
Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;
Να σου πω ρε μαλακιστήρι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.
- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τριβίδι
Got a better definition? Add it!
Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!
Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.
«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex
Got a better definition? Add it!
Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )
Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.
Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.
Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.
Got a better definition? Add it!
Είναι η γυναίκα που είναι πολύ ξενέρωτη κατά γενική ομολογία. Δεν έχει καμία ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί και συνήθως το ντύσιμό της παραπέμπει σε θείτσα. Θα κάνει έρωτα με τον άντρα εφόσον εξασφαλίσει τις σοβαρές του προθέσεις και χωρίς προκαταρκτικά. Κάθε φορά που κάποιος στην παρέα λέει ένα σόκιν ανέκδοτο κοκκινίζει προσβεβλημένη.
Άσε μαλάκα, η Μαρία είναι σκέτη ζακέτα... Βγαίνουμε τώρα 4 μήνες και ούτε το βυζί δεν με αφήνει να της πιάσω.
Got a better definition? Add it!
Άβγαλτη.
Μην ασχολείσαι. Είναι αγαθομούνα.
Got a better definition? Add it!