Μπάτσοι μαζεμένοι, συνήθως σε μπλόκο με περιπολικά.
(στο αμάξι)
- Μπάμπη, γιατί έστριψες από δω; Πιο γρήγορα θα φτάναμε αν συνέχιζες ευθεία.
- Άκουσα ότι μπροστά έχει μπατσαρία και φοβάμαι μη μας πιάσουν με το χόρτο...
Μπάτσοι μαζεμένοι, συνήθως σε μπλόκο με περιπολικά.
(στο αμάξι)
- Μπάμπη, γιατί έστριψες από δω; Πιο γρήγορα θα φτάναμε αν συνέχιζες ευθεία.
- Άκουσα ότι μπροστά έχει μπατσαρία και φοβάμαι μη μας πιάσουν με το χόρτο...
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.
Φαντάρος Α:
- Πού πας ρε;
Φαντάρος Β:
- Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...
(Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
Οι άντρες της παρέας:
- Έπεσε νίντζα βλέπω...
Γιώργος:
- Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
Τάσος:
- Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φαντάρος που είναι επιρρεπής στο φίδιασμα. Έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές του στην απόκρυψη-κάλυψη-προσαρμογή στο περιβάλλον του, ώστε να τον ταυτίζουν επάξια με τα εν λόγω ερπετά. Όπως και για τα φίδια, έτσι και γι' αυτόν η ιδιότητα αυτή είναι κριτήριο επιβίωσης, δεδομένου ότι όσο καταφέρνει να μένει στην αφάνεια, είναι σχετικά απίθανο να τον ανακαλύψει κάποιος (ανώτερος) και να τον χώσει.
Αξιωματικός, μπαίνοντας στην αποθήκη με τα σκαπτικά:
- Ρε φίδι! Γιατί δεν είσαι στο τσάπινγκ μαζί με τους άλλους;!
Κουλουριασμένος φαντάρος:
- Σςςςςςς...
Το δεύτερο και χειρότερο, ο στρατός είναι ένα τεράστιο σχολείο της Λούφας. Πολύ γρήγορα σου μαθαίνει να επιζητάς να τη γλιτώσεις από το καθετί. Λίγο αργότερα μαθαίνεις και να τα καταφέρνεις αποτελεσματικά στο λεγόμενο «φίδιασμα» (παραμένεις κρυμμένος αποφεύγοντας την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας). Έτσι καλλιεργήθηκαν γενιές δημοσίων υπαλλήλων. (Από βλόγιο.)
Got a better definition? Add it!
Ότι μιλάμε για κομάντο που έχει σχέση με το υδάτινο στοιχείο είναι σίγουρο. Δεν μιλάμε όμως για άτομα που υπηρετούν στις Ο.Υ.Κ (ομάδα υποβρυχίων καταστροφών), ούτε για βατραχανθρώπους.
Μιλάμε υποτιμητικά για ντισκ τζόκεϊ που έχουν πάρει ως κομάντα, επ' ώμου το πλύσιμο, όγκων από δίσκους, λαμαρίνες, σκεύη, κλπ στα μαγειρεία των στρατιωτικών μονάδων κατά την υπηρεσία τους εκεί, καθώς και στα υπαίθρια στρατιωτικά μαγειρεία στην περίοδο ασκήσεων.
Επειδή το αναφερόμενο πλύσιμο εντάσσεται στα πλαίσια της αγγαρείαςτων μαγειρείων, η λέξη είναι συνυφασμένη και με οτιδήποτε άλλο αφορά την αγγαρεία αυτή (π.χ: καθάρισμα ζαρζαβατικών, κουβάλημα καζανιών, κόψιμο ψωμιών, σκούπισμα χώρων, κλπ).
Η λέξη αποκτά μεγαλύτερη σημασία, όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι συχνά χωμένασ' αυτό το άθλημα.
Διακρίνουμε την περίπτωση όπου:
1) Παρατηρείται πως κάποιοι προτιμούνται έναντι κάποιων άλλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μονάδες, όπου η παρατυπία σε σχέση με τα κέντρα πάει σύννεφο.
Ενώ τα κριτήρια επιλογής του κομάντο βασίζονται στην τεχνική, στην αντοχή και στην εμπειρία, τα κριτήρια επιλογής νεροκομάντο, διαφέρουν «λιγάκι».
Κριτήρια επιλογής νεροκομάντο:
α) οι νεότεροι προτιμώνται έναντι των παλαιότερων
β) Ύπαρξη βύσματος
γ)Κονέ με τη μάνα του λόχου, η με άλλους στρατιωτικούς που έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμα πόστα.
δ) Άτομα που δεν θεωρούνται τόσο χρήσιμα στην ειδικότητά τους (π.χ:στο λόχο διοικήσεως, φεύγει ο οδηγός για έκτακτο δρομολόγιο και τρώει χωσίμπα ένας άλλος).
2) Λόγω ανεπάρκειας αριθμού στρατευμένων σε κάποια μονάδα, οι στρατευμένοι πήζουν συχνά πυκνά στα μαγειρεία (π.χ: έφυγε μια σειρά και δεν έχει ακόμα μπει η επόμενη).
- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Νεροκομάντο στα μαγειρεία. Έχω να φάω ...το πήξιμο πάλι.
- Πάλι στη Βιλαρίμπαε; Πολύ συχνά σε χώνουν ρε φιλαράκι.
- Άσε έχω σαλτάρει. Κάθε λίγο και λιγάκι ή ίδια ιστορία. Μου 'ρχεται να πάρω άδεια απ' τη σημαίακι ας με βγάλουν λιποτάκτη. Νισάφι πια!
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιώτης πυροβολικού, ο πυροβολικάριος.
Ο Μήτσος τελικά έγινε πυροβολημένος στο στρατό.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον τύπο που τα θέλει όλα, που θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, που θέλει το μουνί στο πιάτο.
Βγήκε από το μέτρο του δακτυλίου, δες εκεί, ή τουλάχιστον καθιερώθηκε από αυτό. Μπορεί να υπήρχε και νωρίτερα.
Εγώ με τις ιδέες μου, κι εσείς με τα λεφτά σας
Νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας
Δεν θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμία σας.
Νικόλας Άσιμος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.
-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.
«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.
Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας. Άλλοι τον λένε μπάτσο.
- Ρε Κώστα, κοίτα πάνω ρε, ελικόπτερο!
- Βασιλική, φτιάξε άλλους δυο φραπέδες...
(αντιδράσεις αστυνομικών έξω από τον Κορυδαλλό την ώρα της απόδρασης Παλαιοκώστα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αστυνομικός, ο μπάτσος. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό: «οι κερατάδες».
Επειδή λείπουν πολλές φορές σε σκοπιές και υπηρεσία τις νύχτες και αφήνουν ανοιχτό το πεδίο, αλλά και γιατί κατά μεγάλο ποσοστό οι γυναίκες τους, όταν είναι κι αυτές μπατσίνες, τα φτιάχνουν με συναδέλφους.
Μου φόρεσαν χειροπέδες οι κερατάδες, λες και ήμουνα κανάς φονιάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified