Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.
Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.
Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;
Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.
Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.
Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.
Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;
Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.
Got a better definition? Add it!
σκάρτος, σκαρτάρω:
Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.
Λειψός.
Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.
Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.
Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.
Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.
Got a better definition? Add it!
Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.
Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)
- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.
- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.
Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).
Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).
- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.
ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.
Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.
Δες και τζαζ.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται ως υπερθετικό του ροκ, κυρίως λόγω της ηχητικής συνάφειας αλλά και την παραπομπής στη λέξη μπαρ. Στην κυριολεξία αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ύφος baroque που κυριάρχησε τον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη.
Καλά γνώρισα χθες μια γκόμενα τελείως μπαρόκ!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.
Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.
Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...
Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες
Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.
- Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...
- Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...
- Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...
- Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...
- Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...
- Μες στην κυρίλα το πουρό...
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.
Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.
- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;
Got a better definition? Add it!
Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.
- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι.
- Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified