Further tags

Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.

  1. Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε.

  2. Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες.

  3. Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακιοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Τουβλοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Στρατιωτική αργκό για τα φανταράκια μας όταν λένε διάφορα περίεργα / χαζά / παλαβά.

Το άνευ οπισθοδρομήσεως αναφέρεται στο Π.Α.Ο, αρχικά του «πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως». Όπως λοιπόν όταν αυτό το όπλο βάλλει κατά του στόχου δεν παράγει οπισθοδρόμηση, έτσι και οι μαλακίες εκτοξεύονται χωρίς ο εκτοξευτής να οπισθοδρομεί σε αυτά που λέει.

Δεν παραθέτω περισσότερες πληροφορίες για το ανωτέρω όπλο. μιας και είναι απόρρητο από το Βιετνάμ!!!

Τι λε ρε παλιόψαρο που μας γέμισες με Μ.Α.Ο και Τ.Α.Ο με αυτές τις μαλακίες που λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά η λέξη μπρισίμι ή μπιρσίμι και μπρεσίμι ή μπερσίμι, σημαίνει το μεταξόνημα, βλ. εδώ.

Από την τουρκική λέξη İbrişim = μεταξωτό νήμα / μεταξωτός.

Την έχω όμως ακούσει από κάποιους παλιούς με την έννοια κελεπούρι, μπίνγκο, εύρημα. Η πλάκα είναι που το ευρίσκω ή το βρίσκω φέρουν πράγματι κάποια ομοιότητα με το μπρεσ- ή μπρισ-.

Αν όντως σχετίζονται ή αν από παρανόηση η λέξη μπρισίμι/μεταξόνημα χρησιμοποιήθηκε ως μπρισίμι/κελεπούρι, το αγνοώ και βασίζομαι στην συμπλήρωση του ορισμού από όποιον χρήστη γνωρίζει καλύτερα. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα παρά την πρώτη έννοια (παρ. 1, 2, 3).

  1. σαΐτα γοργοφτέρουγη κι υφάδι από μπρεσίμι το λόγο μας υφαίνετε και γίνεται ιστορία και παραμύθι αρχινάει στην πρώτη ευκαιρία
    wwww.stixoi.info

  2. Ο Χρήστος μετέβη εις Γαλλίαν και αγόρασε διάφορα εμπορεύματα, ιδίως μαλλιά χειροπλεκτικής σε κουβάρι μάρκας ΒΟΝΝΕ ΜΑΜΜΑΝ. Επίσης αγόρασε μίαν μασουρίστραν χειροκίνητον διά το μάζεμα σε μικρά μασουράκια της ζωικής μετάξης ραψίματος του λεγόμενου μπρισίμι και του κορδονέτου. από εδώ

  3. Πήγανε και τον βρήκανε στην κλίνη και κοιμάτον.
    Ήταν γυμνός, ξυπόλυτος του ύπνου μαραμένος.
    Eβάλανε στην πλάτην του του μύλου το λιθάρι
    εδέσανε τα χέρια του τρεις δίπλες το αλυσίδι.
    Eδέσανε τα μάτια του τρεις δίπλες το μπρισίμι.
    από εδώ

  4. Θα τεστάρουμε πρώτα για κανα μήνα την καινούργια στη δουλειά, να δούμε αν πρόκειται για πατάτα ή για κανα μπρεσίμι.

Τάσος Μπιρσίμ, ο και μάγος λεγόμενος, το κελεπούρι για τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Αντρέ Παπαντρέ. (από johnblack, 01/12/09)

Σχετικά: φιλέτο, one-off.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότσι αποκαλείται ο αστράγαλος, καθώς και το μυώδες τμήμα της κνήμης ενός ζώου.

Μεταφορικά παραπέμπει σε τόλμης ή μαγκιάς, σε αρχίδια με την καλή έννοια (κατά το αγγλικό guts).

Υπάρχει και το μπιθικώτσης που στα αρβανίτικα σημαίνει σκληρόκωλος (κώλος > μπίθα). Στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, ωστόσο, το κότσι αντικαθίσταται από την κοτρόνα.

Δεν έχεις ρε τα κότσια να τα πεις αυτά που μου λες στον εργοδότη σου γιατί δεν έχεις τα δυναμάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σφεντόνα λέμε, πολλές φορές, την πολύ γρήγορη εκκίνηση, ή γενικότερα κάτι που κινείται με ταχύτητα που προσομοιάζει πέτρα την ώρα που εκτινάσσεται από το φερώνυμο όργανο.

  1. Ρε συ, τι είναι αυτός ο Μπολτ; Σφεντόνα έφυγε!

  2. Πέρασε ο Τζάιρο με το Πεζό. Το 'χει πειράξει και πήγαινε σφεντόνα. Θα σκοτωθεί καμιά ώρα ο μαλάκας.

Σφεντόνα (από panos1962, 09/12/09)Σφεντόνα έφυγε… (από panos1962, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της καθομιλουμένης που σχηματίζει επίθετο από όνομα. Σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, δίνοντάς του συχνά ειρωνική χροιά.

Στο σλανγκ τζι αρ έχει καταγραφεί ήδη ο βυζαντινοτέτοιος.

  1. Και ο προιστάμενος (ο μαλακοτέτοιος που λεγαμε) μου είπε οταν λείπω πρωινα να κανονίζω να έρχομαι μέχρι τις 10-10.30... (από το διαδίκτυο)

  2. Το Χειρότερο Solo Κιθάρας που έχετε ακούσει!!!
    — Αυτό του Frusciante στο Californication...
    — εσυ δλδ τι ηθελες να κανει ο ανθρωπος στο σολο;;;να λιωσει τα ταστα [...] σε μπαλαντοτετοιο τραγουδι;;;
    (από φόρουμ)

  3. Ήτανε μία κοπέλα και συστηνόταν ως «Σόνια». Την ρωτάω που λες μία φορά από που βγαίνει άραγε το Σόνια και τι μου λέει: από το ...Σταυρούλα!!! Τρελάθηκα σου λέω. Αχ βρε κορίτσια, τα Αμερικανοτέτοια nicknames σας μάραναν...και στο χωριό σας Σόνια και Νάνσυ και Άντζελα σας φωνάζανε;;; (σχόλιο στο στίχοι ίνφο)

Συνώνυμο: -έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη με πολλαπλά νοήματα, όλα όμως με κοινή προέλευση το μυθιστορηματικό ήρωα Ταρζάν.

Σύντομη βιογραφία:
Οι γονείς του Ταρζάν (κατά κόσμον Τζον Κλέιτον ο 3ος) ήταν ευγενείς αγγλικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού έπεσαν θύματα ανταρσίας και εγκαταλείφθηκαν σε μια ακτή της Αφρικής. Ο Τζον έχασε τους γονείς του σε ηλικία ενός έτους και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από μια φυλή πιθήκων. Σε μεγαλύτερη ηλικία γνώρισε τη Τζέιν (η οποία είχε βρεθεί εκεί με τον ίδιο τρόπο), την ερωτεύτηκε και στη συνέχεια εγκατέλειψε την Αφρική για να την αναζητήσει στην Αμερική. Αργότερα επέστρεψαν μαζί στη ζούγκλα όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος από τις περιπέτειες του Ταρζάν.

Στο θέμα μας:
Μεγαλώνοντας στη ζούγκλα, ο Ταρζάν αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κινδύνους της φύσης και ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό κάποιες δεξιότητες, ενώ εξαιτίας της απουσίας ανθρώπων... ας πούμε απλά ότι σε άλλες έμεινε πίσω. Εκτός από τα σωματικά προσόντα του, ο Ταρζάν είναι γνωστός και για την ικανότητά του να επικοινωνεί με πληθώρα άγριων ζώων, καθώς και για τον πρωτότυπο τρόπο μετακίνησής του, κρεμάμενος δηλαδή από τα υπερμεγέθη κλαδιά και πηδώντας από δέντρο σε δέντρο.

Η λέξη ταρζανάκι μπορεί να αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα τα οποία παρουσιάζουν έντονα κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με τον Ταρζάν.

Έχουμε και λέμε:

1) Πρόσωπα:
α) Ταρζανάκια χαρακτηρίζονται τα μικρά, αεικίνητα και ενοχλητικά παιδάκια εξαιτίας των (συγκρίσιμων με αυτές του Ταρζάν) ικανοτήτων τους στο τρέξιμο και το σκαρφάλωμα. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η ανάγκη τους να βγάζουν άναρθρες κραυγές σα να προσπαθούν να ακουστούν σε ολόκληρη τη ζούγκλα και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Χρησιμοποιείται και από τις μαμάδες τους σε πιο γλυκό τόνο.

β) Ταρζανάκι αποκαλείται από την κοπέλα του (κατ' ευφημισμόν και μόνο μπροστά στις φίλες της) ο βρωμιάρης, ατημέλητος και άξεστος τύπος, σε μια προσπάθεια της ταλαίπωρης να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εκτός από τις προφανείς ταρζανικές ιδιότητές του, το ταρζανάκι αυτό εμπεριέχει και την κρυφή ελπίδα της κοπέλας του να μπορέσει (ως άλλη Τζέιν) να τον φέρει πιο κοντά στον πολιτισμό.

2) Πράγματα:
Ταρζανάκι μπορεί να αποκαλεστεί χαϊδευτικά οτιδήποτε θυμίζει ταρζανικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ένα ευκίνητο αυτοκίνητο πόλης που υστερεί σε ανέσεις.

3) Κουράδες:
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του υπολείμματος κουράδας το οποίο, αρνούμενο πεισματικά να μας αποχωριστεί, αγκιστρώνεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια στην πλησιέστερη τρίχα. Αν δεν έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο το γιατί καλείται ταρζανάκι, διαβάστε ξανά το κομμάτι πάνω στον αγαπημένο τρόπο μετακίνησης του Ταρζάν.

1) Πρόσωπα
α) «Έχω τρελό πονοκέφαλο... Πήρα το ανήψι μου στην παιδική χαρά και μου έβγαλε την Παναγία. Αν τα δικά μου βγουν ταρζανάκια θα τα δώσω σε κάνα ίδρυμα.»

«Λέμε για Σπέτσες το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, μάλλον χωρίς το ταρζανάκι μας!»

β) - Ώρες-ώρες απορώ πώς τον ανέχεσαι. Πώς περιμένεις να φροντίζει εσένα όταν δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του; Εγώ στη θέση σου θα ντρεπόμουν να τον κυκλοφορώ. Ξέρεις τι λένε πίσω απ' την πλάτη σου;
- Δε με νοιάζει τίποτα. Αν τον ήξερες κι εσύ τόσο καλά όσο εγώ θα έβλεπες ότι το ταρζανάκι μου είναι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου!

2) Πράγματα
«Πλάκα πλάκα θα δώσω πάνω από 1000 ευρώ για το ταρζανάκι μου μιας και ήρθε και η ασφάλεια αλλά χαλάλι του!»

3) Κουράδες
«Πίστεψα ότι ήταν κουράδα τεφλόν και έφυγα ασκούπιστος, αλλά τελικά μερικά ταρζανάκια με έστειλαν σπίτι για αλλαγή.»

(από Iasonas, 14/12/09)μια ατυχής στιγμή με τη Τζέιν (από Iasonas, 14/12/09)

Για το 3. δες και ταρζανίδιο και ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified