Further tags

Νοιώθω ξαφνικό σύγκρυο ή τρομάρα. Συνώνυμο του κλάνω πατάτες και του κλάνω μέντες.

...είχα αργήσει για την συνάντα του slang.gr. Η τελευταία πινακίδα, πριν από πάρα πολλά χιλιόμετρα, έγραφε “Transylvania: 2O Km”. Μια γνώριμη παγερή φωνή μέσα μου ψυθίρισε «Έχεις χαθεί Βράσταμαν, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, μουαχαχαχαχαχα» και μια νυχτερίδα έσκασε με ένα βδελυρό πλααατς στο παρμπρίζ του νοικιασμένου μου Dacia. Η μειδιούσα πανσέληνος κοκκίνισε μέσα από τα αίματα του ιπτάμενου τρωκτικού. Έκλασα πετούγιες...

(από Vrastaman, 21/03/09)(από Vrastaman, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο έχει υπερβεί τα νοητά όρια του αυνανισμού και περνά σε άλλο στάδιο. Κολλάει, δηλαδή, στον υπολογιστή κατεβάζοντας βιντεάκια ή φωτογραφίες πορνογραφικού χαρακτήρα, ή ακόμα σκέφτεται φαντασιώσεις και διευρύνει μόνο με αυτόν τον τρόπο τους ερωτικούς του ορίζοντες. Φυσικά αυτό γίνεται με απουσία ερωτικού συντρόφου.

Όταν η μαλακία (αυνανισμός, αυτοϊκανοποίηση ή για τους αγγλομαθείς mastrubation) αντικαθιστά τις επαφές με το άλλο φύλο και επιδρά αισθητά στη νοημοσύνη του ατόμου, τότε υπάρχει πρόβλημα. Κάθε άτομο οφείλει να την ελέγχει και να μην παρασύρεται, γιατί συνήθως γυρισμός δεν υπάρχει!!!

Εμπνευσμένος από τον καθηγητή Χημείας μου κο Π.

-Είμαι ο μπλε power ranger -Όχι εγώ είμαι ο μπλε power ranger -Όχι εγώ είμαι ο μπλε power ranger -Όχι εγώ είμαι ο μπλε power ranger -Όχι εγώ είμαι ο μπλε power ranger .
. .
Αν η μαλακία ήταν εργόχειρο θα πλέκατε πουλόβερ ηλίθιοι!!!!!!!!!!!

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απελπιστικά φορτικός και πιεστικός άνθρωπος. Κορσές είναι ένα είδος εσώρουχου (έχω την αίσθηση ξεπερασμένο), που καλύπτει την μέση, την κοιλιά και μέρος του θώρακα. Είναι προφανές ότι ένας στενός κορσές είναι αφενός άβολος και αφεδύο εκνευριστικός. Γι'αυτό αποτελεί κατάλληλη φράση για να περιγράψει άτομα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Το αν θα ανεχόμαστε ένα στενό κορσέ και το πώς θα τον αντέχουμε, έχει να κάνει με τις περιστάσεις μας και την θέλησή μας. Ιδού μερικά παραδείγματα στενών κορσέδων:

1. Κάποιοι «Φίλοι»: Δύσκολα τους ανέχεσαι, εύκολα απαλλάσσεσαι από αυτούς.

2. Αφεντικά-κάποιοι συνάδελφοι: Συνήθως πρέπει να τους ανεχτείς, δύσκολα απαλλάσσεσαι από δαύτους.

3. Γονείς-αδέλφια: Δύσκολα τους ανέχεσαι και δεν απαλλάσσεσαι ποτέ από αυτούς.

4. Σύζυγος-σχέση (άνδρας): Προσπαθείς να τους ανεχτείς αν δεν τα καταφέρεις λες ένα: ασταδιάλα

5. Σύζυγος-σχέση (γυναίκα): Αυτοκτονείς.

Ναι καλά διαβάσατε. Αρραβωνιάζομαι το Σάββατο. Βασικά για να κερδίσω λίγο ακόμα χρόνο. Όπως ο Ηλιόπουλος σε εκείνη την ελληνική ταινία (δε θυμάμαι τίτλο…;). Και επειδή η Τασούλα θα μου γίνει στενός κορσές από εδώ και στο εξής θα χρειαστώ τη βοήθειά σας.
(Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «λύσσα» είναι αρχαία και την συναντάμε στα πολύ παλιά κείμενα της αρχαιότητας, όπως στον Όμηρο (Ιλιάδα Θ’219, και Ι’239), με την έννοια της μανιώδους ορμής.

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» ή «ξαμολάω». Π.χ. «Κλείθρων λυθέντων», δηλαδή, αφού ξεκλείδωσαν οι πόρτες, γιατί οι αρχαίοι δεν κλείδωναν, όπως σήμερα, τις πόρτες, αλλά τις έδεναν με «δεσμά». Επίσης, έλεγαν και: «λύεις τούς κύνας», δηλαδή «αμόλυσαν τα σκυλιά».

Έτσι δίνεται η σημασία αφήνω τον έλεγχο, και στην επέκταση: «λύσσα» είναι η ορμή ή η μανία, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του λογικού.

Συνώνυμο της λύσσας είναι η υδροφοβία, που προέρχεται από το φόβο για το νερό, που παρουσιάζουν εκείνοι που πάσχουν από λύσσα.

  1. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λυσσασμένη γυναίκα. Έπαιρνε το γαλλικό κλειδί μου και τον έφτανε μέχρι τη ρίζα μέσα στο στόμα της. Το ρούφαγε σαν το καλύτερο γλειφιτζούρι.

  2. Η αστυνομία ανακοίνωσε πως πρόκειται για το τρίτο περιστατικό μέσα σε δυο χρόνια, που «λυσσασμένες γυναίκες» ακρωτηριάζουν το γαλλικό κλειδί ενός άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτό που λέμε... και ολίγον gay.

Ρε σεις, δεν το ξέρατε για τον Τάκη; Είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού! ...

(από Khan, 24/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!: Αντίστοιχα από τη σερβική τηλεόραση, η γεμάτη υπονοούμενο διαφήμιση του Wash & Go: Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!

- Η γκόμενα Μήτσο είναι α' διαλογή σου λέω... κι έχει και γκαρσονιερικό έξτρα στου Παπάγου!
- Χμμ... χεμ κρεμ- χεμ σαβόν που λένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι, συνεκδοχικά από το σήμα της σημαίας των ΛΟΑΤ.

Ουράνιο τόξο ο Σάκης! Μικρό μου πόνι, ποιος μας τον χώνει φάση.

(από Dirty Talking, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:

1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.

2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.

1η έννοια

«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)

2η έννοια

«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)

- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)

«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified