Further tags

Σύντμησή του, το «ΜΙΨΩΜΕΞ».

Πιο ευγενικά: Μικρό πουλί, μεγάλη εξάτμιση.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το χαρακτηρισμό ατόμων (λοβοτομημένων συνήθως) που έχουν ως όνειρο ζωής τους την τοποθέτηση στο αυτοκίνητό τους (πολλές φορές αμφιβόλου κυβισμού ή / και ιπποδύναμης), εξάτμιση η οποία ίσως και να κοστίζει όσο το ίδιο το όχημα.

Με τη χρήση της φράσης υπονοείται πως ο χαρακτηριζόμενος αντιμετωπίζει το αυτοκίνητό του ως υποκατάστατο του ελλιπούς ανδρισμού του.

Συνήθως οι εν λόγω εξατμίσεις ξεχωρίζουν διότι, εκτός του μεγέθους τους, παρέχουν και χαρακτηριστικό θόρυβο (πάντα άνω του επιτρεπόμενου), ο οποίος θυμίζει αυτόν που κάνουν οι πυροσωλήνες εκτόξευσης ρουκετών εδάφους - αέρος. Συνήθως χρησιμοποιείται από τρίτους οι οποίοι ενοχλούνται από τη δεδομένη ηχορύπανση που παράγεται εκ της εξατμίσεως.

Πολλές φορές ο χαρακτηρισμός δεν περιορίζεται μόνο στην εξάτμιση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με πιο γενικευμένη έννοια, όσον αφορά τα διάφορα αξεσουάρ που φοράει κάποιος στο αυτοκίνητό του.

  1. «ΒΡΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΟΟΟΟΟΟΟΥΟΥΟΜΜΜ!»
    - Ρε το μαλάκα. Το γκαζώνει κιόλας. Ξύπνησε τη μισή Πανόρμου.
    - Τι ψάχνεις ρε κολλητέ. ΜΙΨΩΜΕΞ άτομο.

  2. - Φιλενάδα, θα βγεις με το Χάρη τελικά;
    - Είσαι καλά ρε μαλάκα; Αυτός είναι μικρή ψωλή, μεγάλη εξάτμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.

  2. Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).

- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται από ανοιχτό κάμπριο προς γυναίκα φανταχτερή, αγέρωχη και φανερά τσούλα.

- Κοίτα τι περνάει ρε, κοίτα σου λέω!!!
- Σκύλα μου, νά 'μουνα η φόλα σου να πέθαινες για μένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που προέκυψε χωρίς να το επιθυμούν οι συνουσιαζόμενοι, λόγω... λάστιχου.

Παρατημένο τον έχουν, τριγυρνάει από γιαγιά σε θεία κι από θεία σε ξαδέρφη. Τι τα θες, άμα είσαι το παιδί της τρύπιας καπότας...

(από GATZMAN, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντό το φιτίλι (μέχρι την μπόμπα).

Ο ευέξαπτος και ανυπόμονος, αυτός που δεν μετράει μέχρι το 10 προτού τα πάρει.

Δεν πρόλαβα να της πω ότι δεν βρήκα παστουρμά και με πήρε απ' τα μούτρα. Αυτά τα αναθεματισμένα χάπια αδυνατίσματος την έχουν κάνει short fuse την κακομοίρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που είναι αδερφή, αλλά πλέον και για γυναίκα με πολυτάραχη ερωτική ζωή. Προέρχεται από τη στρατιωτική slang.

Ο Άρης ρε; Τη γυαλίζει την κάννη, σου λέω!

βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος που για να πάρει χαμπάρι τι του λες, περνάει καμιά βδομάδα.

Όποιος έχει αντανακλαστικά μιας μέρας ή και περισσότερο: τον βρίζεις σήμερα και θυμώνει αύριο. Του την πέφτει γκόμενα και της χαμογελάει την άλλη βδομάδα, αφού πρώτα του κάνει μάθημα ο κολλητός του.

- Η Γιάννα σού την έπεφτε όλη την ώρα ρε μαλάκα και δεν έπαιρνες χαμπάρι!
- Πότε;
- Τότε ρε σπίρτο βρεγμένο, ηλίθιε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνήθως μπαίνει στη μεταβατικής φάση της ζωής μιας γυναίκας, όταν αυτή χωρίσει από μία μεγάλη σχέση. Συνήθως πρόκειται για μία ελαφριά κατάσταση χωρίς πολλές δεσμεύσεις, κάτι που εξυπηρετεί και τους δύο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά, αφού ο μεταβατικός μαλάκας τυγχάνει να είναι και γαμιάς.

Πιθανός διάλογος μεταξύ γυναικών:
- Είσαι ακόμα με τον Κώστα;
- Όχι, χωρίσαμε πριν 2 μήνες. Ήμασταν μαζί συνολικά 3 χρόνια.
- Και τώρα; Είσαι με κάποιον;
- Βρίσκομαι σε μία μεταβατική φάση. Ε, βρίσκομαι πού και πού με έναν μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified