Further tags

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανισμός προς χάριν άλλου προσώπου το οποίον μας παρέχει ισχυρόν ερέθισμα: «Κάθε μέρα για σένα τον παίζω Κούλα μου, γιατί είσαι σκέτη κάβλα».

Θεωρείται σαν κομπλιμέντο, σε στυλ άμα λέτε «καλό, ηθικό και έξυπνο κορίτσι είσαι» σε μια γκόμενα, αυτή λέει μέσα της «καλά, νομίζει ότι είμαι του κατηχητικού αυτός ο μαλάκας;» Ενώ αν τον παίζετε για πάρτη της σας εκτιμά σαν αλανιάρη και νιώθει υπερήφανη γιαί είναι γυναίκα που καυλώνει τους άλλους.

Χρησιμοποιείται και ηλεκτρονικά στο φατσοβιβλίο για να διεγείρετε την γυναίκα που θέλει να νιώσει πουτάνα.

Καριόλα Άντζελα με καύλωσες και τον παίζω για σένα μια βδομάδα τώρα.

Δες ακόμη: την παίζω και κλαίω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοεμφανιζόμενη αναρχική οργάνωση αντάρτικου πόλης που επιτέθηκε πριν λίγο καιρό με ισχυρή πρωκτογενή φυσικά αέρια ενάντια σε χρυσαυγίτες πριν λίγο καιρό έξω από τα κεντρικά γραφεία της οργάνωσης στη Λεωφόρο Μεσογείων.

Η κυβέρνηση φοβάται σύνδεση πυρήνων της Κλανιάς με τον Χριστόδουλου Ξηρό διότι ο τελευταίος μια εβδομάδα πριν την άδεια από την οποία δεν επέστρεψε ποτέ ζήταγε από τον μάγειρα των φυλακών να τρώει συνεχώς όσπρια κατ' εξαίρεσην.

Διαβάστε όλη την προκήρυξη της πρωτοεμφανιζόμενης οργάνωσης εδώ.

Σε συζήτηση μεταξύ αναρχικών
- Μάκη λές να συνεργαστούνε με τους πυρήνες της φωτιάς οι πυρήνες της κλανιάς;
- Μακάρι σύντροφε. Μόνο με θανατηφόρα πυροκλάνια θα ανατραπεί το σύστημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος/-η που πάντα λείπει σε κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός, είτε γιατί δουλεύει, είτε γιατί έχει πάντα φορτωμένο πρόγραμμα.

- Χθες στο πάρτι φασώθηκαν επιτέλους η Τζίνα με τη Τζέλα!
- Δεν το πιστεύω ότι το έχασα αυτό.
- Αφού ρε μαν με τις υπερωρίες είσαι πανταχού απών...

(από Khan, 15/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή και άσχημη γυναίκα, η μπαλότσα, η πέρκα.

Πώς είναι έτσι η βάκρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τα χάνω. Ότι ενώ όλα έβαιναν καλώς, ξάφνου τον πήρα, μου λασκάραν οι βίδες, τρελάθηκα. Το χαρακτηριστικό αυτής της έκφρασης είναι ότι συμβαίνει ξαφνικά. Χωρίς κανείς να το περιμένει, το άτομο είναι για ψυχιατρείο.

- Ρε, είδα το Γιώργο απ το δημοτικά, μας τον θυμάσαι;
- Α ναι αμέ, τον έχει πάρει κλαρίνο αυτός τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ως ένδειξη της προχωρημενιάς ενός ατόμου, του πόσο μπροστά είναι και γενικότερα της γαματοσύνης του. Συνηθίζεται να λέγεται μετά από μία ψαγμενιά που πέταξε κάποιος και μερικές φορές συνοδεύεται από ένα παρατεταμένο πςςςςς.

  1. - Δε σε είχα πει ότι θα το πάρει η Γιούβε;
    - Πςςς καλά ε, εκεί που άλλοι κοιτάνε εσύ βλέπεις.

  2. - Τι να κάνω ρε φίλε με τη Μαίρη; Τη μία έτσι, την άλλη γιουβέτσι.
    - Μάγκα μου, το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
    - Τι ψαγμένο πέταξες! Εκεί που άλλοι κοιτάνε εσύ βλέπεις!

(από Khan, 23/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified