Further tags

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την μπυραρία, με σύντμηση των λέξεων μπύρα + Ιρλανδία (χώρα παραγωγής μερικών από τις πιο διάσημες μπύρες).

- Πάμε στην Μπιρλανδία να σε κεράσω να ξεχάσεις τον πόνο σου με την Μαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: κωλομπαρία.

- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάθροιση ανδρών (σβέρκων) αποκλειστικά ή ανδρών σε υπερβολικό αριθμό συγκριτικά με τις γυναίκες.

Συνώνυμα: καραπουτσαριό, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Πήγαμε στο μαγαζί να χαζέψουμε κανένα γκομενάκι, αλλά μαλακίες!
- Τι, σβερκαρία;
- Αρχιδόκαμπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην περιοχή Γκάζι όπου συχνάζουν gay.
(Γκάζι + χωριό, από το Gay village διεθνώς).

Σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα υπάρχει πάντα ένα μέρος - χωριό των gay σαν διαφορετική κοινότητα.

Επίσης : Γκαζοπαρέα - Γκαζομάγαζο

- Περάσαμε χθες από το Γκαζοχώρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησί της άγονης γραμμής. Έχει φανταστικές παραλίες, 0.4 κατοίκους, ένα γαϊδούρι, έναν πάγκο που πουλάει μόνο μπαταρίες, λεμονάδες Κλιάφα και προφυλακτικά, και μια ελιά στη μέση. Πρόκειται για τον ιδανικό προορισμό για τους εντεχνindie, τα μέλη της νεολαίας συνασπισμού και νεανίες βορείων προαστίων σε κρίση επαναστατικότητας, διότι εκτός από τα παραπάνω έχει τουλάχιστον τρεις συλλαβές όπως κάθε σχετικό νησί που σέβεται τον εαυτό του.

Όλα αυτά θα ήταν ωραία αν η Ίφκινθος (if + κινθος) υπήρχε. Στην πραγματικότητα αποτελεί ιδανική απάντηση στον μονόλογο ενός από τους παραπάνω ενώ κοκορεύεται για το πόσο ωραία πέρασε στην Κάσο, την Ελαφόνησο, ή την Οινούσα. Εκεί ο αναφέρων την Ίφκινθο απολαμβάνει την έκφραση των συνομιλητών του που τολμούν να μην γνωρίζουν αυτόν τον επίγειο μικρό παράδεισο.

- Που λες Μάκη, άλλο πράμα η Μακρόνησος... Παραλίες, σκηνές δίπλα στην θάλασσα, κάτι ψαρούκλες ναα (μετά συγχωρήσεως), μόνο 4 κάτοικοι και μια καντίνα... Ιστορικό υποόβαθρο... Αυτές ήταν διακοπές...
- Νταξ... Μακρόνησος... Λαστ Γίαρ... Εγώ φιλαράκι πήγα Ίφκινθο... Τι να μου πεις και συ...
- Ίφκινθο; Τι είναι αυτό ρε Μάκη;
- Καλά τίποτα δεν ξέρεις; Εκεί ήταν εξόριστος τον 15ο αιώνα ο Ολλανδός πρωτοαναρχικός Φαν Μπρόικελεν... Άλλη φάση αγόρι μου, τι να κλάσει η Μακρόνησος...

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δρόμος, συνήθως του κέντρου της Αθήνας, με μεγάλη πιθανότητα και συχνότητα εμφάνισης ναρκομανών (κατά προτίμηση σε οριζοντιωμένη στάση).

-Ρε Μήτσο πάμε μια μέχρι Εξάρχεια για κανα μπυρόνι;
-Πωπω ρε φίλε, όποτε βγαίνω μαζί σου όλο σε πρεζοδρόμια κάνουμε βόλτα.

Got a better definition? Add it!

Published