Αγροτοποιμενική σλανγκιά γιά τον γαμιστρώνα. Το λήμμα το τζίμπησα στη Λακωνία αυτό το σου-κου, και το καταχωρώ αφού έλαβα διαβεβαιώσεις από ανεξάρτητο παρατηρητή ότι δεν πρόκειται περί λεξιπλασίας αλλά τυγχάνει ευρύτερης χρήσης.
Ψυχανεμίζομαι ότι υφίσταται και ο οξύτονος τύπος μαρκαλειό, αλλά συμπαθάτε με, δε μου 'κοψε να ρωτήσω. Την άλλη φορά...
Α, η ετυμολογία είναι προφανής, ξέρετε τώρα, αυτό που κάνει ο γίδος στην κατσίκα για να μας εξασφαλίσει το επόμενο πασχαλινό τραπέζι.
Νικόλας (αναφερόμενος σε κουκλίστικο, νεόδμητο σπιτάκι στην περιοχή): 
  - Ωραίο μαρκαλείο έφτιαξες εκεί χάμω.
  Ιδιοκτήτρια του εν λόγω οικήματος: 
  - Τι είναι το μαρκαλείο;
  Λημματογράφος: 
  - Καλά ρε, δεν ξέρεις τι πα να πει μαρκαλεύω;
  Ιδιοκτήτρια: 
  - Τσου.
  (Παρέχονται οι απαραίτητες εξηγήσεις.)
  Λημματογράφος: 
  - Αυτό το μαρκαλείο που λες, εσύ το 'βγαλες ή το λένε κι άλλοι;
  Τάκης (συμπότης Νικόλα): 
  - Όχι, το λένε κι άλλοι.
  Λημματογράφος (εις εαυτόν ): 
  - Πω ρε πούστη μου, ευτυχώς, κι ήταν άδειο το πρόχειρό μου...