Αγροτοποιμενική σλανγκιά γιά τον γαμιστρώνα. Το λήμμα το τζίμπησα στη Λακωνία αυτό το σου-κου, και το καταχωρώ αφού έλαβα διαβεβαιώσεις από ανεξάρτητο παρατηρητή ότι δεν πρόκειται περί λεξιπλασίας αλλά τυγχάνει ευρύτερης χρήσης.

Ψυχανεμίζομαι ότι υφίσταται και ο οξύτονος τύπος μαρκαλειό, αλλά συμπαθάτε με, δε μου 'κοψε να ρωτήσω. Την άλλη φορά...

Α, η ετυμολογία είναι προφανής, ξέρετε τώρα, αυτό που κάνει ο γίδος στην κατσίκα για να μας εξασφαλίσει το επόμενο πασχαλινό τραπέζι.

Νικόλας (αναφερόμενος σε κουκλίστικο, νεόδμητο σπιτάκι στην περιοχή): - Ωραίο μαρκαλείο έφτιαξες εκεί χάμω.
Ιδιοκτήτρια του εν λόγω οικήματος: - Τι είναι το μαρκαλείο;
Λημματογράφος: - Καλά ρε, δεν ξέρεις τι πα να πει μαρκαλεύω;
Ιδιοκτήτρια: - Τσου.
(Παρέχονται οι απαραίτητες εξηγήσεις.)
Λημματογράφος: - Αυτό το μαρκαλείο που λες, εσύ το 'βγαλες ή το λένε κι άλλοι;
Τάκης (συμπότης Νικόλα): - Όχι, το λένε κι άλλοι.
Λημματογράφος (εις εαυτόν ): - Πω ρε πούστη μου, ευτυχώς, κι ήταν άδειο το πρόχειρό μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

Συνώνυμα: μουνοθύελλα, Αιδοίον πέλαγος, μουνόλακκος κ.ά.
Αντώνυμα: αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο κ.ά.

-Θα αλλάξουν λέει τη μυρωδιά του κόλπου με ειδικές βιταμίνες που θα τον κάνουν να μυρίζει ροδάκινο. Ελπίζω χωρίς το χνούδι γιατί έχω αλλεργία
-δηλαδή το Βελβεντό θα γίνει μουνόκαμπος;
-ο νομός θα γίνει ηβική χώρα
-ουτοπία, τα όνειρά μας παίρνουν σάρκα και οστά
-αντί για λεσβιακα θα βάζουν στις τσόντες γυναίκες να πίνουν χυμό ροδάκινο
-κατευθείαν να το γυρίσεις στο ρομαντικό εσύ
-Αφού είμαι ο Κωλέλιος (εδώ)

Γενικώς μουνόκαμπος η ΑΣΚΤ, γάμησέ τα. Ποτέ όμως δεν χέζω εκεί που τρώω οπότε ούτε με κοντάρι-ανύπαντρη/ ξανύπαντρη. Άσε που'ν'& αμόρφωτα...(εδώ)

-ρε φίλε πάλι εκεί θα πάμε για καφέ? εκει μαζεύει όλες τις φανταρίνες..
-ναι γάμα το.. μουνόκαμπος! #gynaikesstostrato

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μήτσο έχεις μεγάλο σπίτι;
- Ναι, είναι αρκετά ευήλιο, και μάλιστα και πολύ ευγάμηστο;)

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε ένα τόπο-χώρο που προκαλεί των-την ληπτη σε γεματες σεξουαλικες συζητήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified