Λέξη προερχόμενη από τη παλαιολιθική περίοδο, τότε που η επικοινωνία στηριζόταν σε φωνήεντα. Στις μέρες μας έρχεται σα μπαλαντέρ να καλύψει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους χρήστες.

  1. - Έχω ξεμείνει από αούα, μπορούμε να βρούμε;
  2. - Θα έρθει και ο Αούα μαζί μας;
  3. - Μάκη, βάλε ένα αούα!
  4. - Έχουμε ένα τύπο στη δουλεία που είναι πολύ αούα.
  5. - Κοζάρεις από αούα;

Η αούα του Πετεφρή (από poniroskylo, 03/02/10)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός μεταφραστής θα έγραφε τρελές αρλούμπες αν δεν υπήρχε το σλανγκρ να του εξηγήσει ότι αυτή η φράση δεν κυριολεκτεί ακριβώς, αλλά είναι περισσότερο σχήμα λόγου που δηλώνει:

  1. ότι τελικά, «συνεννοηθήκαμε», βγήκε άκρη από την κουβέντα μας, από κει που σκάλωνε σε κάτι αδιαφανές, απροσδιόριστο, κοινώς μισόλογο και ύποπτο από πλευράς σου. Δηλ. με αυτά που μου έλεγες δυσκολευόμουν να σε πιστέψω, αλλά τώρα που το εξήγησες καλύτερα επανήλθα και καλά στην αρχική εικόνα που είχα για σένα. Τις περισσότερες φορές όμως το λέμε με δυσπιστία ή ειρωνικά, για να δείξουμε ότι καταλάβαμε πως ο άλλος μας δουλεύει ψιλό γαζί.

Παρομοίως λέμε: «έτσι πες μου/μας (ντε)», «πες το Χρυσόστομε», «τώρα μιλάς», « α μπράβο», «να γεια σου», κττ.

  1. αρχή αφήγησης που μας προδιαθέτει για γκαντέμικη εξέλιξη εις βάρος τού πάντα αθώου κι ανυποψίαστου αφηγούμενου πρωταγωνιστή.

Συντάσσεται με το «να» και σημαίνει: πήρα την απόφαση (μετά από πολλή σκέψη) να..., «έκανα να (ξεκίνησα να)...». Πολύ συχνά συνοδεύεται και από έναν μεμψιμοίρικο χαρακτηρισμό του αφηγούμενου («είπα ο μαλάκας να...», «είπα η κακομοίρα να...»).

Πολύ πιθανό να βαστάει η έκφραση από τη ρήση «είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν η μέρα Σάββατο».

1.α. Τι ερωτηση ειναι αυτη; Σου φαινεται να το εκανα εγω; Οχι δεν το εκανα εγω!

α ειπα και γω

1.β.
καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ, εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως.

1.γ. Σύσταση ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ για προστασία των ανήλικων, προανήγγειλε ο Μ. Όθωνας
είπα και γω...(;) ..που στο δ****ο θα πήγαιναν τα χρήματα που περικόπηκαν από την παιδεία. Στην αμορφωσιά..

  1. ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
    Είπα και γω ένα Σάββατο να βγω να πάω στα λεγόμενα βλάχικα για κοντοσούβλι, που τόσο καλά λόγια είχα ακούσει. Δοκίμασα το εν λόγω μαγαζί... Τι το ήθελα; Το φαγητό ήταν σκέτη απογοήτευση. Οι πατάτες άνοστες, το κρέας μέσα στα μπαχαρικά σε σημείο να μη θυμίζει γευσtικά κρέας(κοντοσούβλι χοιρινό). Απλά τζάμπα έφυγε το 20αρικο. ΑΙΣΧΟΣ.

(από το νέτι ούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Κανονικά είναι όρος της μαγειρικής (όχι αυτής εδώ της μαγειρικής, για όνομα), σλανγκιστί όμως ισοδυναμεί με το κάνω / καπνίζω ένα τσιγάρο.

— Νομίζω ήρθε η ώρα να πά να τσιγαρίσουμε μετά απο τόσο πήξιμο.
— Ε ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την προσθήκη «μωρό μου», την βάζουν συνήθως οι γκόμενες. Εμείς οι ορίτζιναλ άντριδοι, το λέμε σκέτο. Φράση που προέρχεται από τον τίτλο αλμπουμ των Munoz/Sampayo, που εκδόθηκε από την Βαβέλ (δες μύδι #1).

Σλάνγκ των κομικάδων, την οποία πετάνε σε άσχετες στιγμές, και συνήθως δεν την πιάνουν οι άλλοι....
Η έκφραση είναι συνώνυμη, του δεν την παλεύω κάστανο, ή σε άπταιστα ελληνικά: you can't always get what you want (χωρίς τη συνέχεια)...

Σημαίνει απλά, ότι η πραγματική ζωή είναι πολύ σκατά για να την αντέξεις (τον περισσότερο καιρό) και χάνει κατά πολύ σε σύγκριση με τον μαγικό κόσμο της όγδοης τέχνης, που μάθαμε από την Βαβέλ. Ό,που όλα επιτρέπονται, και όλα επιβάλλονται. Κάτι σαν τον Τορπέντο που γλυτώνει πάντα με λίγες γρατζουνιές, κάτι σαν τους τέλειους κώλους του Μανάρα, κάτι σαν το ναυτικό καπέλο του Κόρτο, τους ατελείωτους σεξουαλικούς διαλόγους του Reiser, και τον ονειρικό κόσμο εκείνου του Έλληνα που έστειλε τα κόμικς σε γράμμα, και ο κατάλογος συνεχίζεται...

-Πάλι μου χάλασες το βράδυ...
-Εγώ ή οι ξενέρωτοι φίλοι σου. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Κόντεψα να πέσω στα βαριά από την ξενέρα.
-Ας έκανες υπομονή. Ένα βράδυ βγήκαμε μαζί τους. Θα μπορούσες να κρατηθείς και να μη χασμουριέσαι συνέχεια, και να παίζεις με το κινητό σου!
-Επίσης θα μπορούσα να είμαι και ο Σάκης Ρουβάς με το Ε9 του Κόκκαλη. Αλλά...
-Τι αλλά;
-Αλλά η ζωή δεν είναι κόμικς!
-Κι εσύ δεν είσαι ο Σούπερμαν...
-Πού ξέρεις τι κάνω τα βράδια όταν κοιμάσαι;
-Σταμάτα να μιλάς και φίλα με μονόχνωτε.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί ενόψει προγραμματισμένης απεργίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ και αφορά τα κρατικά κανάλια που βρίθουν από νταλαρικά και λοιπά κουλτουριάρικα άσματα -που αν μύτη άλλο μια νύστα την προκαλούν- σε συνδυασμό με την «παγωμένη» εικόνα που συνοδεύεται από το σχετικό κατεβατό.

Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταιριάζει γάντι η φράση «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα και εσείς οι υπόλοιποι;»

Αφού υπάρχει όμως ελευθερία επιλογών, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το υποστούμε όλο αυτό στην τελική.

- Τα 'μαθες; Πάλι απεργία θα 'χουν αύριο οι «κουρασμένοι», τους έχει φάει η πολλή δουλειά.
- Α κατάάάλαβα, δε θα σταματά ο Νταλάρας στη ΝΕΤ, θα καούν τα κάρβουνα.

(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αντλεί την επακριβή σημασία της πάντα από τα λεχθέντα και συμφραζόμενα, πέρα όμως απ' αυτό, και ανεξαρτήτως πλαισίου εκφοράς, κυρίως συνδηλώνει έναν τρόπο του σχετίζεσθαι ανάμεσα στα υποκείμενα που εμπλέκει (εγώ, εσύ).

Εκφέρεται ως εξής «είμαι κι εγώ [παύση] αλλά είσαι κι εσύ... ». Πολύ συχνά εισάγεται με τα «τι να πω;» ή το «καλά...» ή «εντάξει...».

Ο χαρακτηρισμός είναι γραμματικά το κατηγορούμενο που αποσιωπάται ως ευκόλως εννοούμενο, εν προκειμένω ως «δυστυχώς ευκόλως εννοούμενο» και αυτή η παράλειψη, που σημαίνει αβίαστη αλληλοκατανόηση των «εγώ» και «εσύ», είναι που προσδίδει τη δραματικότητα της έκφρασης.

Δεδομένου λοιπόν ότι το αποσιωπηθέν είναι πάντα κάτι το αρνητικό, η έκφραση δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή:

  • να τονίσει τη μετοχή και των δυο στη ζοφερότητα μιας κατάστασης ή ιδιότητας, ακόμα κι αν ο «εσύ» διστάζει να το παραδεχτεί,
  • να επισημάνει/στιγματίσει το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο ένας σέρνει τον άλλο, ο ένας αντανακλά κι επιβεβαιώνει τον άλλο, ωσάν υπό την επίδραση μιας δίνης η οποία έλκει και τους δυο και συνιστά και τη μεταξύ τους ελκτική δύναμη, και της οποίας κομμάτι κι επιβεβαίωση (να η αβίαστη αλληλοκατανόηση) είναι και η συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας η έκφραση λέγεται,
  • να μετριάσει έτσι τη δική του ευθύνη για το παραπάνω, χωρίς όμως ουδόλως να την αποποιηθεί, που γενικά είναι μια τίμια στάση, καθώς και αυτοκριτική ειλικρίνεια δείχνει («είμαι κι εγώ») αλλά και ευθύτητα («είσαι κι εσύ»).

Θα πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί - ακόμα περισσότερο επειδή παρακάτω αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους »συνήθεις παραλειπόμενους« χαρακτηρισμούς - ότι η φράση σε κάθε περίπτωση δείχνει πως για το χρήστη της μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός της κοινής ζοφερής μοίρας, παρά το τι ακριβώς είναι η κοινή μοίρα. Αν και προϊόν έκλαμψης και «ενόρασης» επί της κατάστασης, η σχετική ασάφεια δια της παράλειψης του «τι είμαι εγω» που «απ΄αυτό είσαι κι εσύ» είναι περισσότερο μια δυσοίωνη ομίχλη που σκεπάζει ξαφνικά τη συζήτηση, παρά ένα κεραυνοβόλημα.

Τι είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατό να εξυπονοούνται όταν γίνεται χρήση της φράσης; Πάμπολλοι... ενδεικτικά

- Είμαι κι εγώ (μαλάκας) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (οτινάνας), αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σαβουρογάμης), αλλά είσαι κι εσύ...

Ενίοτε βέβαια ο αποσιωπηθείς χαρακτηρισμός είναι λιγότερο βαρύς, και η φράση δεν έχει όλη αυτή την υπαρξιακή μαυρίλα που με τόση μαεστρία περιέγραψα παραπάνω, αλλά παιγνιώδη, ειρωνική και ψευτο-διεκτραγωδιστική, να το πούμε έτσι, διάθεση,
λ.χ.

- Είμαι κι εγώ ξυσαρχίδας) αλλά είσαι κι εσύ
- Είμαι κι εγώ (κατεστραμμένος) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σουρτούκω) αλλά είσαι κι εσύ...

1.(από εδώ).

Πολύ μελαγχολία, ρε Γιώργη. Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (από τεκνατζούδικη συζήτηση σε φόρουμ)

lalaith: Εγώ γλυκιά μου αναλαμβάνω μόνο αγοράκια 16-18 ετών... Να σου προτείνω καμιά συνάδελφο...

Marema: Αγοράκια 16-18 εε;;; Βοηθό θές;;; :)))))))))

lalaith: Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (βάζω καταχρηστικά κι ένα που δεν αποσιωπεί τίποτα, αλλά έχει πλάκα, από το site se eida και τις αντιδράσεις σε ομοφυλοφιλική αγγελία)

- ειστε τελειως μαλακες τελικα. κομπλεξαρες του κερατα.ομοφοβοι
- η αληθεια ειναι οτι ειμαστε λιγο μαλακες και κουτσομποληδες, αλλα εισαι κι εσυ σπαζοκλαμπανιας ρε παιδι μου, δεκα φορες την εβαλες την πουτσοαγγελια σου (ονομα και πραμα) , ε νισαφ ιζ νισαφ γκανταμιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ύμνος του τεμπέλη.

Θέλει να τονίσει το πόσο υπερτερεί η οριζόντια θέση σε σχέση με την καθιστή, όσον αφορά στην ξεκούραση και το ραχάτι.

Αποκτά ιδιαίτερη αξία, όταν ο εν λόγω τεμπέλης την ξεστομίζει βαρεμένα μετακινούμενος από τον καναπέ στο κρεβάτι.

- Πω ρε φίλε, κάθομαι τόση ώρα στον καναπέ και πάλι νιώθω σαν να έχω σκάψει δύο στρέμματα χωράφια. Θα πάω να την πέσω λίγο.
- Εμ, αδερφέ μου, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα δεν έχει.

(από vip, 20/03/09)

Βλέπε και ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές κάποιος που πάει κάποιον, τον αποκαλεί ωραίο, με την έννοια πως έχει γαμάτο χαρακτήρα.

Θα μπορούσε λοιπόν, κάποιος άλλος (μιλάμε για ετεροφυλόφιλο, γνωστό του πρώτου ομιλητή), που δεν έχει την ίδια γνώμη με τον πρώτο ομιλητή για τον θεωρούμενο ωραίο και θέλει να αντιδράσει σ' αυτό που άκουσε, να απαντήσει με ειρωνικό στιλ: «χύνω όταν τον βλέπω», κάνοντας κατάλληλες κινήσεις της γλώσσας του σώματος (ανασήκωμα των βλεφάρων, κούνημα κεφαλιού, αργόσυρτη φωνή, κ.λπ.).

Τι πετυχαίνει έτσι;

Δίνει απαξιωτικά και ειρωνικά, με έμμεσο τρόπο, στον άλλο να καταλάβει, πως έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό και δηλώνει εμφατικά «χύνω όταν τον βλέπω» (άτοπο: και το ερωτικό άναμμα, αλλά και προφανώς η αμεσότητα εκσπερμάτωσης), σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος του, την ώρα που λέει την ατάκα (βλ. παράγραφο 2).

Είναι προφανές, πως μέσω αυτής της αντίδρασης του, έχει μέσα του μαζεμένα τα... φορτία, για τον ωραίο της υπόθεσης. Η εκφραστικότητά του δε, μπορεί να γίνει τόσο αποτελεσματικότερη, όσο πιο ενθουσιώδης εμφανίζεται ο πρώτος ομιλητής.

Μήτσος:
- Πολύ τον πάω το Γιάννη. Φανταστικός τύπος! Ωραίος!
Πέτρος (με ειρωνικό ύφος):
- Ναι βέβαια. Τι να σου πω; Χύνω όταν τον βλέπω!

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές κάποιος μπορεί να απαντήσει έτσι σε ερώτηση της μορφής: «Τι κάνεις; πώς πάει;», όταν δεν θέλει να μιλήσει για μια κατάσταση που τον τρώει και την έχει αποδεχθεί. Είναι προφανές πως σε αυτόν που κάνουμε την ερώτηση ξέρουμε πως όλα του πάνε στραβά κι αυτός το γνωρίζει, πως το ξέρουμε, ωστόσο όμως δε θέλει να σκαλίζει τα ίδια ή δεν επιθυμεί να ανοιχθεί σε άτομα με τα οποία δεν έχει οικειότητα. Θέλει όμως να δώσει το γενικότερο στίγμα. Το όλο στυλ της έκφρασής του μας δίνει να καταλάβουμε πως συνεχίζεται η δυσοίωνη κατάσταση. Είναι σα να μας λέει με τον τρόπο του: Μην τα ανακατώνεις μεγάλε.

Με το μήνυμα αυτό θέλει επίσης να μας πει πως, αφού η κατάσταση δεν αλλάζει και τα όνειρά του είναι αδύνατον να εκπληρωθούν, έχει πάρει απόφαση να ζήσει με τα απολύτως απαραίτητα. Γι αυτό με τον τρόπο του αυτό μας αποτρέπει να ανοίξουμε τη συζήτηση σχετικά με τις δυσκολίες που περνάει, δείχνοντάς μας πως το σημαντικό για αυτόν είναι να έχει τα απαραίτητα. Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί θυμίζει άλλες εποχές, όπου αυτά που περιγράφει ήταν απαραίτητα. Σήμερα λέγοντας τη φράση αυτή μιλά αλληγορικά για τα απαραίτητα που χρειάζεται αυτός σήμερα.

Κάποιος πνιγμένος στα χρέη κινδυνεύει να χάσει το υποθηκευμένο σπίτι του, έχει χάσει τη δουλεία του πρόσφατα, ενώ νέες υποχρεώσεις εμφανίζονται.
Ο κουτσομπόλης της γειτονιάς τον βλέπει σκεπτικό, τον πλησιάζει και τον ρωτάει:
- Τι κάνεις κυρ Σταύρο; Πώς πάει; Προβλήματα; Προβλήματα;
- Τι να σου πω κυρ Μανώλη μου; Εδώ που φτάσαμε... Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified