Πήγαινε μια θέση πιο δίπλα ή κάνε λίγο χώρο, στριμώξου, μετακινήσου λίγο.

Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετακινηθεί ο καθήμενος κατά έναν κώλο (ανεπίσημη μονάδα μέτρησης που ισούται με 50 εκατοστά κατά Μ/Ο, όσο δηλαδή ένα κάθισμα).

Με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε στην μέθοδο και όχι στο αποτέλεσμα. Το λέμε κυρίως όταν ο καθήμενος είναι εξαιρετικά απρόθυμος να βοηθήσει την κατάσταση και κάνει τον γερμανό.

- Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε; Πού θα κάτσουν οι γονείς σου τώρα;
- Ε κάνε έναν κώλο πιο πέρα και θα χωρέσουμε όλοι, άντε.

(από nick, 09/09/09)Σεσινεπά-50-εκατοστά! (από Vrastaman, 10/09/09)

βλ. και κώλος μέσα κώλος έξω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.

  1. Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.

  2. Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;

  3. Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.

  4. Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.

  5. Πω πω, με αύτωσε το κρασί...

  6. Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.

  7. Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός

- Όχι να μπούμε κι' εδώ ρε μαλάκα, όλο αδερφές μαζεύει το μέρος.
- Έλα τότε και βολεύει: κατουριέμαι σαν πούστης.

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει σαστιμάρα, έκπληξη.

Μαλάκα, δεν σου λέω τίποτα. Σήμερα είδα παρδαλό Θεό. Έπεσα πάνω στον Καθηγητή την ώρα που την κοπανούσα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά ειρωνική παροιμία, που αποδίδει στην δημοτική (χωρίς να ταυτίζεται) το εξιλεωτικό «ο νεκρός δεδικαίωται» και μπαλατζάρει με το αντίθετό του «σκατά στον τάφο του»!

Δηλαδή ό,τι και να έχει διαπράξει κάποιος στον βίο του, μόλις τα κορδώσει αποσβέννυνται όλα του τα ατοπήματα, δίκην σεβασμού μετά κιλλίβαντος (δίκαια-άδικα, ο λαός το λέει).

Χρησιμοποιείται εύστοχα για τεθνεώτες πολιτικούς με αμαρτωλό παρελθόν, από νέους με μέλλον...

- Είδες τον τάδε; Μας έχει κάτσει στο σβέρκο πενήντα χρόνια τώρα -μια ζωή στη ρεμούλα κι ατσάκιγος, εδέησε ο Κύριος και σκυλοψόφησε, τώρα λέει θα του κάνουν κι ανδριάντα!
- Ε, τί περίμενες; Μόνο κάτι λίγα γερόντια θυμούνται τί κουφάλα ήταν. Δεν τα ξέρεις τώρα; Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πούν. Είναι και το σόι του στα πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πολύ όμορφος, έξυπνος κτλ, θεωρείται γρουσουζιά να τον επαινούμε γιατί προκαλείται ο φθόνος των πονηρών πνευμάτων μεταφυσικών ή ανθρώπινων, και συνηθίζεται η πρόληψη να τον φτύνουμε για να αποτρέψουμε το κακό μάτι.

Εν προκειμένω, συνηθίζεται σλανγκικώς να εκμεταλλευόμαστε αυτήν την συνήθεια και για να ειρωνευτούμε κάποιον που δεν είναι άξιος ματιάσματος (δηλ. είναι άσχημος, άχαρος, μπουνταλάς) και να τον φτύσουμε κι από πάνω, με ροχάλα εν ανάγκη. Επιπλέον «ματιάξω» αντί «ματιάσω» για ακόμη περισσότερη σλανγκ. Επίσης «αβασχάνω» από την «βασκανία» = το μάτιασμα.

- Γεια σου ρε κάγκουρα! Φοβερή εμφάνιση! Χοοοοοοοοοϊκ (παρασκευή ροχάλας στις φαρυγγολαρυγγικές κοιλότητες), φτου σου, φτου σου να μην σε ματιάξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έχουμε ζήσει όλοι. Η μοίρα το φέρνει και τύπος που υπό Κ.Σ. μας κάνει να αλλάζουμε πεζοδρόμιο για να τον αποφύγουμε, έρχεται και μας ζητάει να τον φιλοξενήσουμε για ένα βράδυ. Φυσικά, μένει το λιγότερο ένα Παρακευοσαββατοκύριακο και συνήθως έναν μήνα. Παρά τις τακτικές νύξεις μας ότι το σπίτι είναι μικρό και να μη σε κρατάμε άλλο, γενικώς βολεύεται μια χαρά στον καναπέ, εξοικειώνεται άριστα με το κομπιούτερ μας, γίνεται πάρα πολύ φίλος με το ουίσκι μας και, το χειρότερο, θέλει να κάνουμε ΠΑΡΕΑ. Α, ναι, και φέρνει δυο φορές και από μισό κιλό σοροπιαστά γιατί δε θέλει να κάνει κατάχρηση της φιλοξενίας - λέει. Τεσπά, επειδή όλα τα ωραία σ' αυτή τη ζωή κάποτε τελειώνουν, έρχεται η στιγμή που μας ανακοινώνει ότι δυστυχώς πρέπει να φύγει. Οπότε και εμείς, ως οι τέλειοι οικοδεσπότες ετοιμάζουμε ένα δείπνο μπιζού - και αυτό το τελευταίο φαγητό που σηματοδοτεί τη λήξη του μαρτυρίου είναι ακριβώς το σιχτίρ πιλάφι. Και ελπίζουμε ότι όποιος το τρώει δεν ξαναπερνάει ποτέ το κατώφλι του σπιτιού μας.

Πέραν των ανεπιθύμητων φιλοξενούμενων, η έκφραση ευρύτερα σημαίνει το ξεπροβόδισμα οποιουδήποτε ανεπιθύμητου/-ης, είτε γκόμενας/-ου, είτε του μαλάκα που μας έχει γίνει στενός κορσές.

Συγγενείς έννοιες: αι σιχτίρ, σιχτίρι, χυλόπιτα, πόρτα

  1. - Τι κάνει η πεθερούλα σου, Θανασάκη; Ακόμα την έχετε;
    - Άσε μεγάλε, έναν μήνα, αλλά φεύγει αύριο. Θες νά 'ρθεις απ' το σπίτι για το σιχτίρ πιλάφι; Σαμπάνιες θ' ανοίξουμε.

  2. Δεν έχω μούτρα ρε να πάω να ζητήσω εξυπηρέτηση. Την τελευταία φορά που τον είδα αρπαχτήκαμε και μου 'ριξε ένα σιχτίρ πιλάφι άλλο πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι έχει αργήσει χαρακτηριστικά να γίνει και τώρα δεν είναι επίκαιρο.

Είναι και ανάλογο του κάθομαι πάνω στο παγωτό, με την έννοια του: τώωωρα, κάτσε στο παγωτό (πιες τα εσύ τώρα).

Στο παράδειγμα από κάτω παραδίδω την original καταγωγή της έκφρασης.

  1. (Σε μπαράκι καλοκαιρινό που κλείνει 01.00 το πρωί)

00.30 (στη γκαρσόνα):
- Θα μας φέρεις από μια βότκα-γκέιγκα να γουστάρουμε;

01.10 (η γκαρσόνα έρχεται)
- Το ποτά σας, 18 ευρώ
- Ε, πιες τα εσύ τώρα...
(και τα χύνεις στα βυζιά της και φεύγεις)

  1. - Ρε μαλάκα Τεο, μην παραγγέλνεις άλλο, ποιος θα τα φάει;
    - Σώπα ρε, θα τα τσαλακώσουμε...
    (Σερβιτόρος):
    - Παιδιά είναι πολλά, δεν θα τα φάτε...
    ...
    (προς τον σερβιτόρο, φέρνοντας τα τελευταία):
    - Πιες τα εσύ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified